Open Access
Από την παγκοσμιοποίηση στην κρίση
Author(s) -
Panagiotis Tsafos,
Παναγιώτης Τσάφος
Publication year - 2021
Language(s) - Uncategorized
Resource type - Dissertations/theses
DOI - 10.12681/eadd/49563
Subject(s) - computer science
Η σημαντικότερη ίσως συνέπεια της παγκοσμιοποίησης, σε εθνικό και ευρωενωσιακό επίπεδο, είναι η επικράτηση ισχυρών και ανέλεγκτων υπερεθνικών κοινωνικοπολιτικών κέντρων, τα οποία είτε αποβλέπουν είτε εκ των πραγμάτων οδηγούν στην υπονόμευση των μεταπολεμικών κατακτήσεων του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού. Αυτή η εξέλιξη συνδέεται άρρηκτα με την αποδυνάμωση του εθνικού κράτους, που συνίσταται τόσο στην απώλεια ελέγχου των εξελίξεων που συντελούνται εντός των ορίων της δικής του ευθύνης όσο και στην ολοένα αυξανόμενη αδυναμία τους να αναλαμβάνουν πρόσφορες και δημοκρατικά νομιμοποιημένες πρωτοβουλίες, με όρους εθνικής κυριαρχίας και πολιτικής αυτονομίας. Παράλληλα, όμως, ούτε η Ευρωπαϊκή Ένωση, όντας μια θεσμικά και οικονομικά ανολοκλήρωτη δομή, με περιορισμένο τον ρόλο του «ευρωπαϊκού Δήμου», κατόρθωσε να προσφέρει βιώσιμες εναλλακτικές διεξόδους για την αντιμετώπιση των προκλήσεων της παγκοσμιοποίησης, καθώς οι αντιδράσεις της ήταν κατά κανόνα καθυστερημένες, ημιτελείς, σπασμωδικές και αντανακλαστικές. Συνολικά λοιπόν ο ευρωπαϊκός συνταγματισμός, τόσο στην εθνική όσο και στην ευρωενωσιακή εκδοχή του, αποδείχθηκε ανέτοιμος να δώσει πειστικές απαντήσεις στα νέα προβλήματα που ανέκυψαν και αυτό αποδείχθηκε, ακόμη πιο ανάγλυφα, όταν τα προβλήματα αυτά έγιναν εκρηκτικά με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, η οποία ήταν απόρροια της παγκοσμιοποίησης.Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, τα «Μνημόνια» Ελλάδας και Πορτογαλίας αποτελούν σημείο καμπής για τον ευρωπαϊκό συνταγματισμό. Πιο συγκεκριμένα, οι συνταγματικές επιπτώσεις της κρίσης, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Πορτογαλία, αποτελούν μια εξαιρετικά χρήσιμη «μελέτη περίπτωσης» (case study), για δύο λόγους: πρώτον διότι αποτέλεσαν το πεδίο στο οποίο δοκιμάσθηκε –ανεπιτυχώς– η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως θεματοφύλακας του ευρωπαϊκού νομικού πολιτισμού, και δεύτερον, διότι εξετάζοντας –μέσω των εργαλείων του συγκριτικού δικαίου αλλά και της συγκριτικής δημόσιας πολιτικής– τα δύο κράτη που αποτέλεσαν τους αδύνατους κρίκους της μπορούμε να κατανοήσουμε συγκλίσεις και αποκλίσεις στην συνταγματική λειτουργία τους, που αποτελούν μια χρήσιμη παρακαταθήκη για όλα τα εθνικά κράτη, ως προς τα πεδία έντασης και διακινδύνευσης κρίσιμων συνταγματικών κατακτήσεών τους.Στο σημείο αυτό, η μελέτη μας ακολουθεί τη μεθοδολογία της «λειτουργικής συγκρισιμότητας» του συγκριτικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία οι θεσμοί και οι έννοιες του δικαίου έχουν ως σκοπό να ανταποκρίνονται σε ανάγκες της πραγματικής ζωής και μπορούν να ερευνηθούν ολοκληρωμένα μόνο εφόσον αναδειχθούν και οι «ανάγκες-βιοτικές καταστάσεις», όπως και ο τρόπος ρύθμισής τους από το ισχύον δίκαιο. Στο πλαίσιο αυτό, μελετάται το φαινόμενο της εφαρμογής του «δικαίου της ανάγκης» που επέφερε την «κατάσταση εξαίρεσης», δηλαδή, την υπεροχή του «οικονομικού» έναντι του «πολιτικού» στοιχείου, η οποία ταυτίζεται με την πρωτοκαθεδρία της ζωτικής κρατικής ανάγκης για οικονομική επιβίωση. Αυτή, με τη σειρά της, έχει ως αποτέλεσμα τη λήψη «μέτρων-εκπτώσεων» στην κρατική κυριαρχία, κλονίζοντας καθοριστικά την «πολιτική αυτονομία» του ευρωπαϊκού συνταγματικού κράτους.