
Συγκριτική μελέτη των διαταραχών σίτισης και των παραγόντων κινδύνου σε παιδιά προσχολικής ηλικίας υγιή και με παθήσεις του πεπτικού συστήματος
Author(s) -
Katerina Sdravou,
Κατερίνα Σδράβου
Publication year - 2021
Language(s) - Uncategorized
Resource type - Dissertations/theses
DOI - 10.12681/eadd/49327
Subject(s) - mathematics
Εισαγωγή: οι διαταραχές σίτισης είναι συχνές στην παιδική ηλικία. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία το 25%-45% των παιδιών τυπικής ανάπτυξης αντιμετωπίζουν προβλήματα σίτισης. Τα παιδιά με παθήσεις του πεπτικού συστήματος θεωρούνται ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση τέτοιων προβλημάτων. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση του επιπολασμού και των χαρακτηριστικών των προβλημάτων σίτισης σε υγιή παιδιά τυπικής ανάπτυξης και σε παιδιά με προβλήματα του πεπτικού συστήματος, ηλικίας 2-7 ετών, στην Ελλάδα. Στα πλαίσια της μελέτης αυτής διερευνήθηκαν παράγοντες που πιθανά σχετίζονται με την εμφάνιση διαταραχών σίτισης στις δύο ομάδες παιδιών, όπως τα δημογραφικά χαρακτηριστικά των παιδιών και των γονέων, το ιστορικό σίτισης βρεφικής ηλικίας και τα αναπτυξιακά στάδια σίτισης του παιδιού, το περιβάλλον σίτισης και οι γονικές πρακτικές σίτισης. Μέθοδος: μελέτη παρατήρησης χρονικής στιγμής, τύπου ασθενών και μαρτύρων. Μετά την εφαρμογή των κριτηρίων επιλογής και αποκλεισμού στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν 928 παιδιά (787 στην ομάδα ελέγχου και 141 στην κλινική ομάδα). Για τα παιδιά αυτά συλλέχθηκαν πληροφορίες που αφορούν τα δημογραφικά και ανθρωπομετρικά στοιχεία, τη συμπεριφορά κατά τη σίτιση, το ιατρικό ιστορικό, το ιστορικό σίτισης, το περιβάλλον σίτισης και τις γονικές πρακτικές σίτισης. Αποτελέσματα: Στην ομάδα ελέγχου, το 8,2% των παιδιών είχαν παθολογικό Total Frequency Score (TFS) σκορ (συχνότητα δυσλειτουργικών συμπεριφορών) και το 27,5% είχαν παθολογικό Total Problem Score (TPS) σκορ (αριθμός προβλημάτων που ανέφεραν οι γονείς). Τα παιδιά με παθήσεις του πεπτικού συστήματος εμφάνισαν σημαντικά υψηλότερη συχνότητα προβληματικών συμπεριφορών και σημαντικά υψηλότερο αριθμό συμπεριφορών που οι γονείς θεωρούν πρόβλημα. Συγκεκριμένα, το 18,6% της κλινικής ομάδας είχε παθολογικό TFS σκορ και το 39,5% είχε παθολογικό TPS σκορ. Οι δύο ομάδες διέφεραν σημαντικά ως προς τα χαρακτηριστικά σίτισης των παιδιών. Ωστόσο, οι συμπεριφορές που φαίνονται να απασχολούν συχνότερα τους γονείς είναι κοινές και για τις δύο ομάδες και αφορούν την τροφική νεοφοβία, τη μειωμένη κατανάλωση λαχανικών, τη διαπραγμάτευση και τη χρονοτριβή. Ανάμεσα στις δύο ομάδες διαπιστώθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές σε όλα τα αναπτυξιακά στάδια της σίτισης, σε πολλά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος σίτισης και σε πολλές γονικές πρακτικές. Συγκεκριμένοι δημογραφικοί παράγοντες, ο χαμηλός ΔΜΣ, η καθυστέρηση στη μετάβαση στις στερεές τροφές, αρκετά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος σίτισης και σχεδόν όλες οι γονικές πρακτικές, συσχετίστηκαν θετικά με τις διαταραχές σίτισης στην ομάδα ελέγχου. Λιγότερα χαρακτηριστικά συσχετίστηκαν θετικά με τις διαταραχές σίτισης στην κλινική ομάδα. Συμπεράσματα: Η μελέτη κατέδειξε ότι περίπου ένα στα δέκα υγιή παιδιά εκδηλώνει διαταραχές σίτισης, ενώ ένας στους τέσσερις γονείς θεωρούν προβληματική τη σίτιση του παιδιού τους. Σχεδόν διπλάσιο ποσοστό παιδιών με παθήσεις του πεπτικού συστήματος βρέθηκε να αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα. Τα ευρήματα της μελέτης συμβάλουν στην πρόληψη, πρώιμη ανίχνευση και αξιολόγηση των διαταραχών σίτισης τόσο στα υγιή παιδιά, όπου τα προβλήματα σίτισης συχνά παραβλέπονται ή υποτιμώνται, όσο και στα παιδιά με παθήσεις του πεπτικού συστήματος που αποτελούν ομάδα υψηλού κινδύνου για την εκδήλωση τέτοιων προβλημάτων. Από τα ευρήματα της μελέτης αναδείχτηκαν επίσης σημαντικές πληροφορίες για τους παράγοντες που επιδρούν στη διατροφική συμπεριφορά, παρέχοντας ένα πλαίσιο αναφοράς για πρώιμη παρέμβαση και για το σχεδιασμό όσο το δυνατό πιο στοχευμένων και αποτελεσματικών θεραπευτικών μεθόδων σε παιδιά με διαταραχές σίτισης.