
Οροεπιδημιολογική μελέτη της λεϊσμανίασης και της ελονοσίας στο Νομό Δράμας
Author(s) -
Διονυσία Θεοχαρίδου
Publication year - 2021
Language(s) - Italian
Resource type - Dissertations/theses
DOI - 10.12681/eadd/47641
Subject(s) - psychology
Εισαγωγή: Η επίπτωση της σπλαγχνικής λεϊσμανίασης στην Περιφερειακή Ενότητα (ΠΕ) Δράμας ήταν, μέχρι το 2000, σχετικά υψηλή κυρίως στα παιδιά, ενώ μετά από το 2000 καταγράφηκαν ελάχιστα περιστατικά στην ΠΕ, παρά την παρατηρούμενη κατά τα τελευταία 10 χρόνια αύξηση της επίπτωσης της νόσου σε όλη τη χώρα. Επίσης, η παρατηρούμενη βορειότερη στροφή του παρασίτου L. infantum καθιστά απαραίτητο τον έλεγχο και τη συνεχή επαγρύπνηση για εμφάνιση κρουσμάτων λεϊσμανίασης σε ανθρώπους και σε σκύλους στην ΠΕ Δράμας. Πριν από την εκρίζωση της ελονοσίας στην Ελλάδα (1974), η Βόρεια Ελλάδα και ειδικότερα η ΠΕ Δράμας αποτελούσε περιοχή υψηλής ενδημικότητας της νόσου λόγω των λιμνών και της βαλτώδους περιοχής στα νοτιοανατολικά της. Οι κλιματικές και γεωλογικές συνθήκες της περιοχής ευνοούν την ανάπτυξη των δυνάμενων να μεταδώσουν ελονοσία ανωφελών κωνώπων, ενώ οι γενικότερα επικρατούσες συνθήκες μπορούν να οδηγήσουν στην επανεμφάνιση κρουσμάτων αυτόχθονης ελονοσίας, όπως διαφαίνεται και από το γεγονός ότι το 15% περίπου των καταγεγραμμένων στην Ελλάδα κατά την τελευταία δεκαετία αυτόχθονων κρουσμάτων Ελονοσίας αφορούσαν σε κατοίκους της Βορείου Ελλάδος. Η λοίμωξη τόσο από L. infantum όσο και από P. vivax μπορεί να οδηγήσει σε ασυμπτωματική φορεία και χρονιότητα. Οι ασυμπτωματικοί φορείς του P. vivax αποτελούν δεξαμενή του παρασίτου στην κοινότητα, καθώς συμμετέχουν στον κύκλο ζωής του πλασμωδίου και αυξάνουν την πιθανότητα διάδοσης της λοίμωξης στον άνθρωπο. Αντίθετα, καθώς η σπλαγχνική λεϊσμανίαση αποτελεί στη Μεσόγειο ανθρωποζωονόσο με κύρια δεξαμενή για το πρωτόζωο τον σκύλο, η σημασία των ασυμπτωματικών φορέων στον άνθρωπο παραμένει αδιευκρίνιστη. Σκοπός: Η παρούσα οροεπιδημιολογική μελέτη της σπλαγχνικής λεϊσμανίασης και της ελονοσίας στην ΠΕ Δράμας αποσκοπεί στη διερεύνηση του επιπολασμού αυτών στην περιοχή, αξιολογώντας την αντισωματική απάντηση στα δύο νοσήματα, η οποία αποτελεί ικανοποιητικό δείκτη προσδιορισμού της διάδοσης των παρασίτων στην κοινότητα στη μονάδα του χρόνου και μια «φωτογραφική απεικόνιση» ενός μικρού χρονικού διαστήματος της δυναμικής μετάδοσης αυτών των νοσημάτων. Υλικό και Μέθοδοι: Ελέγχθηκαν 347 υγιείς κάτοικοι της ΠΕ Δράμας (62% γυναίκες, 38% άντρες) με διάμεση ηλικία τα 53 έτη και ηλικιακό εύρος 11- 94 έτη. Όλοι οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν το έντυπο συγκατάθεσης και ένα ερωτηματολόγιο με τα βασικά επιδημιολογικά στοιχεία, εργασία, τόπο κατοικίας, απασχόληση στον ελεύθερο χρόνο και ταξιδιωτικό ιστορικό. Η μελέτη εγκρίθηκε από την Επιτροπή Ηθικής και Δεοντολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης. Για τον προσδιορισμό του τίτλου των IgG αντισωμάτων έναντι της L. infantum, που αποτελεί το αίτιο της σπλαχνικής λεϊσμανίασης στην Ελλάδα, χρησιμοποιήθηκε το εμπορικώς διαθέσιμο Leishmania infantum ELISA Abs kit, σύμφωνα με τις οδηγίες του κατασκευαστή. Αξιολογήθηκε επιπροσθέτως ο τίτλος αντισωμάτων έναντι της L. infantum που προσδιορίσθηκε με ταχεία ανοσοχρωματογραφική δοκιμασία σε 132 δεσποζόμενους σκύλους με συμπτώματα ύποπτα για λεϊσμανίαση από την πόλη της Δράμας και από διάφορες αγροτικές – κτηνοτροφικές περιοχές της ΠΕ. Η αντισωματική απάντηση έναντι των πλασμωδίων της ελονοσίας αξιολογήθηκε με εμπορικώς διαθέσιμη ανοσοενζυμική μέθοδο ELISA που χρησιμοποιεί ανασυνδιασμένες πρωτεΐνες με ανοσογόνους επιτόπους του P. falciparum και του P. vivax. Η πιθανή ασυμπτωματική παρασιταιμία διερευνήθηκε με μικροσκόπηση περιφερικού επιχρίσματος αίματος. Τα οριακά αποτελέσματα της ανοσοσενζυμικής μεθόδου ελέγχθηκαν περαιτέρω με ταχεία ανοσοχρωματογραφική δοκιμασία (Rapid Diagnostic Test- RDT) υψηλής ευαισθησίας και ειδικότητας για την ανίχνευση παρασιταιμίας από P. vivax. Τα επιδημιολογικά στοιχεία των ασθενών καθώς και τα αποτελέσματα εισήχθησαν σε ένα φύλλο SPSS_14 for Microsoft. Μετά την περιγραφή των μεταβλητών, στη μονοπαραγοντική ανάλυση και στη διερεύνηση μονοπαραγοντικών στατιστικώς σημαντικών διαφορών χρησιμοποιήθηκε το Pearson’s chi square test. Η σύγκριση των ποσοτικών μεταβλητών με ποιοτικές έγινε χρησιμοποιήθηκε το non parametric Mann Whitney U test, αφού οι παραπάνω μεταβλητές ήταν μη παραμετρικές. Ακολούθως οι στατιστικώς σημαντικές μεταβλητές εισήχθησαν σε ένα πολυπαραγοντικό μοντέλο- multiple regression analysis-, ώστε να αξιολογηθεί αν αποτελούν ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου. Τα όρια σημαντικότητας ετέθησαν στο 0,05. Αποτελέσματα: Λεϊσμανίαση: Θετικός τίτλος IgG αντισωμάτων έναντι L. infantum διαπιστώθηκε στο 6,9% των εξετασθέντων υγειών κατοίκων της ΠΕ Δράμας. Το ποσοστό οροθετικότητας μεταξύ των εξετασθέντων σκύλων με συμπτώματα ύποπτα για λεϊσμανίαση ήταν 65%. Από την πολυπαραγοντική ανάλυση για τους ανθρώπους προέκυψε ότι η ηλικία άνω των 60 ετών (ExpB 3.039, 95%CI: 1.129- 8.184) και η διαμονή κοντά σε επιφανειακά νερά (ExpB 3,564, 95%CI: 1.355- 9.372) αποτελούν ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου σχετιζόμενους με την οροθετικότητα. Δεν προέκυψε στατιστικώς σημαντική συσχέτιση με τον τόπο κατοικίας (αστική- αγροτική περιοχή), το υψόμετρο κατοικίας, το φύλο, το επάγγελμα, το ταξιδιωτικό ιστορικό, τη διαμονή σε περιοχή με κρούσματα λεϊσμανίασης κατά το παρελθόν και τη διαμονή σε περιοχές υψηλής επίπτωσης της λεϊσμανίασης των σκύλων. Ελονοσία: Δεν διαπιστώθηκε θετικός τίτλος αντισωμάτων έναντι πλασμωδίων σε κανένα από τους υγιείς κατοίκους της ΠΕ Δράμας που εξετάστηκαν. Δώδεκα δείγματα με οριακό τίτλο αντισωμάτων επανεξετάστηκαν με ταχεία ανοσοχρωματογραφική μέθοδο και απέβησαν όλα αρνητικά. Επίσης, αρνητική για ανίχνευση πλασμωδίων σε όλα τα άτομα ήταν η μικροσκοπική εξέταση επιχρίσματος περιφερικού αίματος μετά από χρώση Giemsa. Συμπεράσματα: ΛεϊσμανίασηoΤο ποσοστό οροθετικότητας για σπλαχνική λεϊσμανίαση (αντισώματα έναντι της L. infantum) σε υγιείς κατοίκους της ΠΕ Δράμας είναι 6,9%, υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό (3,2%) που διαπιστώθηκε σε προηγουμένως δημοσιευμένες μελέτες. oΗ άνω των 60 ετών ηλικία και η διαμονή κοντά σε τεχνητούς ή φυσικούς υδάτινους όγκους αποτελούν ανεξάρτητους παράγοντες κινδύνου σχετιζόμενους με την οροθετικότητα για σπλαχνική λεϊσμανίαση. Περιοχές της ΠΕ Δράμας με επιδημικές εξάρσεις σπλαχνικής λεϊσμανίασης κατά το παρελθόν δεν εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά οροθετικότητας σε σχέση με τις λοιπές περιοχές της ΠΕ, γεγονός το οποίο συνηγορεί υπέρ μιας αλλαγής της επιδημιολογίας του νοσήματος στην ΠΕ. Το σχετικώς υψηλό ποσοστό οροθετικότητας για σπλαχνική λεϊσμανίαση μεταξύ των υγιών κατοίκων της ΠΕ σε συνδυασμό με τις υφιστάμενες γεωγραφικές και κοινωνικές συνθήκες καθώς και με την υψηλή επίπτωση του νοσήματος μεταξύ των συμπτωματικών σκύλων καταδεικνύουν την ανάγκη εγρήγορσης, πρόληψης και καταπολέμησης της λεϊσμανίασης στους σκύλους, αλλά και υψηλής κλινικής υποψίας για την έγκαιρη διάγνωση της σπλαχνικής λεϊσμανίασης στον άνθρωπο. Ελονοσία. Δεν διαπιστώθηκε θετικός τίτλος αντισωμάτων έναντι πλασμωδίων στους ελεγχθέντες υγιείς κατοίκους της ΠΕ Δράμας. Ο πληθυσμός της ΠΕ δεν είναι φορέας του πλασμωδίου και συνεπώς δεν μπορεί υπό τις παρούσες συνθήκες να συντελέσει στη μόλυνση των δυνάμενων να μεταδώσουν την ελονοσία ανωφελών κωνώπων της περιοχής. Η υψηλή κατά το παρελθόν (π.χ. κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής) ενδημικότητα της ελονοσίας στη ΠΕ Δράμας, η ύπαρξη στην περιοχή ειδών ανωφελών κωνώπων που μπορούν να μεταδώσουν ελονοσία σε συνδυασμό με την ύπαρξη ευνοϊκών γεωλογικών και κλιματολογικών συνθηκών και η πρόσφατη επανεμφάνιση στην Ελλάδα κρουσμάτων αυτόχθονης ελονοσίας καθιστούν απαραίτητη τη συνεχή επαγρύπνηση, τη λήψη μέτρων για τον περιορισμό του πληθυσμού των κωνώπων και την υψηλή κλινική υποψία για έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία πιθανών κρουσμάτων ελονοσίας.