
Η επίδραση της άσκησης στη λειτουργία του αγγειακού ενδοθηλίου σε ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια
Author(s) -
Christos Kourek,
Χρήστος Κούρεκ
Publication year - 2021
Language(s) - Slovak
Resource type - Dissertations/theses
DOI - 10.12681/eadd/47557
Subject(s) - cd34 , vegf receptors , chemistry , medicine , biology , stem cell , microbiology and biotechnology
Εισαγωγή: Η χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια (ΧΚΑ) αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό κλινικό σύνδρομο και είναι μία κύρια αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας με σημαντική οικονομική και κοινωνική επιβάρυνση. Χαρακτηριστικό παθοφυσιολογικό γνώρισμα του συνδρόμου αποτελεί η αγγειακή ενδοθηλιακή δυσλειτουργία. Τα ενδοθηλικά προγονικά κύτταρα (ΕΠΚ) εμπλέκονται στη θωράκιση της αγγειακής προστασίας του ενδοθηλίου, στην αποκατάσταση του δυσλειτουργικού ενδοθηλίου, στην προαγωγή της αγγειογένεσης και στη ρύθμιση της ομοιόστασης των αγγείων. Η άσκηση έχει ευεργετικό ρόλο στη λειτουργία του αγγειακού ενδοθηλίου και ενισχύει την κινητοποίηση των ΕΠΚ από το μυελό των οστών, έχοντας θετική επίδραση τόσο στον αριθμό των ΕΠΚ όσο και στις λειτουργικές τους ιδιότητες. Υποθέσαμε ότι η άσκηση διεγείρει την κινητοποίηση των ΕΠΚ, τόσο σε οξεία όσο και σε μακροπρόθεσμη φάση, σε ασθενείς με ΧΚΑ. Πρωτεύων σκοπός της προτεινόμενης μελέτης ήταν να αξιολογηθεί και να ποσοτικοποιηθεί η οξεία κινητοποίηση των ΕΠΚ και κυκλοφορούντων ενδοθηλιακών κυττάρων (ΚΕΚ) μετά από μέγιστη άσκηση, η μακροπρόθεσμη κινητοποίηση σε κατάσταση ηρεμίας μετά την ολοκλήρωση ενός προγράμματος καρδιακής αποκατάστασης (ΚΑ) και η οξεία απάντηση στην κινητοποίηση των ΕΠΚ και ΚΕΚ μετά από μέγιστη άσκηση υπό την επίδραση του προγράμματος σε ασθενείς με σταθερή ΧΚΑ. Δευτερεύων σκοπός ήταν να βρεθούν διαφορές ανάμεσα σε ασθενείς με διαφορετική βαρύτητα της νόσου και ανάμεσα σε διαφορετικά πρωτόκολλα άσκησης. Μεθοδολογία: Σαράντα τέσσερις ασθενείς (35 άνδρες) με σταθεροποιημένη ΧΚΑ υπό βέλτιστη φαρμακευτική αγωγή, εντάχθηκαν σε πρόγραμμα καρδιακής αποκατάστασης 36 συνεδριών και τυχαιοποιήθηκαν κατά στρώματα (με βάση την ηλικία και τη μέγιστη VO2) σε ένα πρωτόκολλο άσκησης, είτε σε αυτό της υψηλής έντασης διαλειμματικής άσκησης (HIIT) είτε στο HIIT σε συνδυασμό με μυϊκή ενδυνάμωση (COM). Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε μέγιστη καρδιοαναπνευστική δοκιμασία κόπωσης (ΚΑΔΚ) σε εργομετρικό ποδήλατο πριν και μετά το πρόγραμμα ΚΑ και έγινε λήψη φλεβικού αίματος πριν και μετά από κάθε μέγιστη ΚΑΔΚ. Πέντε διαφορετικοί πληθυσμοί ενδοθηλιακών κυττάρων ταυτοποιήθηκαν με τη χρήση μονοκλωνικών αντισωμάτων και ποσοστικοποιήθηκαν με κυτταρομετρία ροής: 3 πληθυσμοί ΕΠΚ (CD34+/CD45-/CD133+, CD34+/CD45-/CD133+/VEGFR2, CD34+/CD133+/VEGFR2) και 2 πληθυσμοί ΚΕΚ (CD34+/CD45-/CD133- και CD34+/CD45-/CD133-/VEGFR2). Οι τιμές των ενδοθηλιακών κυτταρικών πληθυσμών εκφράστηκαν ως διάμεσος (25ο - 75ο εκατοστημόριο) σε κύτταρα/1.000.000 απύρηνα κύτταρα. Επιπλέον, έγινε αξιολόγηση δεικτών λειτουργικής κατάστασης και ποσοτικοποιήθηκαν η C αντιδρώσα πρωτείνη (CRP) και ο αγγειακός ενδοθηλιακός αυξητικός παράγοντας (VEGF) πριν και μετά το πρόγραμμα αποκατάστασης. Οι ασθενείς χωρίστηκαν σε ομάδες βαρύτητας με βάση τη διάμεσο τιμή δεικτών ΚΑΔΚ όπως της μέγιστης VO2, της μέγιστης προβλεπόμενης VO2, της κλίσης VE/VCO2 και του κλάσματος εξώθησης. Αποτελέσματα: Στο σύνολο του δείγματος, παρατηρήθηκε αύξηση στην κινητοποίηση όλων των ενδοθηλιακών κυτταρικών πληθυσμών τόσο σε οξεία φάση μετά από μέγιστη ΚΑΔΚ όσο και σε μακροπρόθεσμη σε κατάσταση ηρεμίας μετά από το πρόγραμμα καρδιακής αποκατάστασης (p 0,05). Συμπεράσματα: Μία συνεδρία μέγιστης ΚΑΔΚ διεγείρει την οξεία κινητοποίηση των ΕΠΚ και ΚΕΚ σε ασθενείς με ΧΚΑ. Ένα πρόγραμμα καρδιακής αποκατάστασης 36 συνεδριών αυξάνει την μακροπρόθεσμη κινητοποίηση των ΕΠΚ και ΚΕΚ σε κατάσταση ηρεμίας και την οξεία απάντηση μετά από μέγιστη άσκηση σε ασθενείς με ΧΚΑ. Επιπλέον, βελτιώνει λειτουργικούς δείκτες ικανότητας για άσκηση, μειώνει τη CRP και αυξάνει τον VEGF. Το όφελος από την άσκηση φαίνεται να είναι παρόμοιο τόσο για ασθενείς με διαφορετική βαρύτητα του συνδρόμου όσο και για ασθενείς διαφορετικά πρωτόκολλα άσκησης. Ωστόσο, απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση για την καλύτερη κατανόηση των παθοφυσιολογικών μηχανισμών.