
Προσδιορισμός της σύγκρισης θρομβογγενητικών παραγόντων σε ασθενείς μετά από λαπαροσκοπική ή ανοιχτή κολεκτομή για αδενοκαρκίνωμα του παχέος εντέρου
Author(s) -
Θαλής Χριστοφίδης
Publication year - 2021
Language(s) - Uncategorized
Resource type - Dissertations/theses
DOI - 10.12681/eadd/46757
Subject(s) - chemistry , microbiology and biotechnology , stereochemistry , biology
Σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν να διερευνήσουμε πρωτίστως την ύπαρξη διακύμανσης των τιμών του ενδογενούς δυναμικού της θρομβίνης (ΕTP) και των D-dimers μετά από χειρουργική επέμβαση για ορθοκολικό καρκίνο. Παράλληλα θέλαμε να διερευνήσουμε κατά πόσο το είδος της επέμβασης (ανοικτή χειρουργική ή λαπαροσκοπική χειρουργική) επηρέασε, και σε ποιο βαθμό, αυτές τις διακυμάνσεις. Με αυτόν τον τρόπο θέλαμε να δούμε κατά πόσο οι εν λόγω παράγοντες μπορούν να χρησιμεύσουν ως προγνωστικοί δείκτες για τυχόν διαταραχή της αιμόστασης σε ασθενείς με ορθοκολικό καρκίνο. Η προοπτική αυτή μη τυχαιοποιημένη μελέτη εγκρίθηκε από την επιστημονική επιτροπή του Ιπποκρατείου Γενικού Περιφεριακού Νοσοκομείου Αθηνών και συμπεριέλαβε 49 ασθενείς οι οποίοι χωρίστηκαν σε δύο ομάδες ανάλογα με το είδος της επέμβασης στην οποία υπεβλήθησαν. Η πρώτη ομάδα ασθενών N=26 (Ομάδα Α-OP) υπεβλήθησαν σε ανοιχτή κολεκτομή ενώ η δεύτερη ομάδα ασθενών N=23 (Ομάδα Β-LS) υπεβλήθησαν σε λαπαροσκοπική κολεκτομή. Μετρήσαμε το ενδογενές δυναμικό της θρομβίνης(ETP) και τα D-dimers προεγχειρητικά, στις 24 ώρες μετεγχειρητικά και τη 10η μετεγχειρητική ημέρα. Συγκρίνοντας τις μετεγχειρητικές μετρήσεις της ETP με τις προ-εγχειρητικές βρήκαμε σημαντική μείωση στις 24 ώρες και σε μικρότερο βαθμό, αλλά εξ’ ίσου σημαντικό, τη 10η ΜΤΧ ημέρα (p<0.001). Το είδος της επέμβασης επηρέαζε σημαντικά το αποτέλεσμα στις 24 ώρες, όπου σημαντικά χαμηλότερες τιμές παρουσίασε η ομάδα Α (p=0.035). Οι τιμές δε διαφοροποιούνταν ανάμεσα στις δύο ομάδες τη 10η ΜΤΧ ημέρα. Όσον αφορά στα D-dimers παρατηρήθηκε σημαντική διακύμανση στο χρόνο(p=0.001) με πολύ υψηλές τιμές στις 24 ώρες και μικρότερη στις 10 ημέρες. Το είδος της επέμβασης επηρέαζε σημαντικά τα αποτελέσματα, αφού στην ομάδα Α παρατηρήθηκαν υψηλότερες τιμές τόσο στις 24ώρες όσο και τη 10η ΜΤΧ ημέρα (p<0.001). Tα ευρήματα από τη μελέτη της ETP μπορεί να υποδηλούν ότι η χειρουργική επέμβαση εν γένει επηρεάζει την αιμόσταση αφού οι χαμηλές τιμές της ΕΤP ενδεχομένως να επισύρουν τον κίνδυνο αιμορραγίας, πιθανώς λόγω της κατανάλωσης των παραγόντων της πήξης. Το φαινόμενο αυτό ήταν εμφανέστερο στην ομάδα Α (ΟS) σε σύγκριση με την ομάδα Β (LS), και αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η λαπαροσκοπική χειρουργική είναι λιγότερο επιβαρυντική ως προς τον κίνδυνο της αιμορραγίας. Όσον αφορά στα D-dimers η ενεργοποίηση του καταρράκτη της πήξης σε συνδυασμό με τη φλεγμονώδη απάντηση στο τραύμα πιθανόν να αποτελούν τους αιτιολογικούς παράγοντες αυτών των διακυμάνσεων. Σημαντική παρατήρηση της μελέτης μας ήταν η διερεύνηση των διακυμάνσεων στα επίπεδα των D-dimers, σε σχέση με τη χειρουργική τεχνική. Πιθανότατα, η μειωμένη έκταση του τραύματος στη λαπαροσκοπική χειρουργική να δρα προστατευτικά και με αυτό το τρόπο έναντι του κινδύνου για θρόμβωση. Αποτελεί σημαντικό γεγονός ότι η προστασία αυτή παρατείνεται και πέραν της 10ης μετεγχειρητικής ημέρας. Η συμβολή της μέτρησης της ΕTP , η οποία γίνεται για πρώτη φορά στη χειρουργική, σε συνδυασμό με τα D-dimers μπορεί να συμβάλει σημαντικά σε παρόμοιες καταστάσεις και σε ερευνητικό επίπεδο στη μελέτη του μηχανισμού της αιμόστασης ανάλογων ασθενών. Η μέτρηση της ETP η οποία είναι πλέον αυτοματοποιημένη μπορεί να προσφέρει πολύτιμες πληροφορίες για τη σφαιρική αιμοστατική κατάσταση του ασθενούς, για τη λήψη απόφασης για την έναρξη χορήγησης αντιπηκτικής αγωγής μετεγχειρητικά αλλά και για το εύρος της αγωγής. Επίσης θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να συνδυαστεί και να συγκριθεί η μέτρηση της ETP με άλλες σφαιρικές δοκιμασίες της αιμόστασης όπως η θρομβοελαστογραφία σε όλη τη διάρκεια της χειρουργικής διαδικασίας αλλά και μετεγχειρητικά. Οι πληροφορίες που θα δώσουν αυτές οι μελέτες στο μέλλον θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην «εξατομίκευση» στη χορήγηση της αντιπηκτικής αγωγής στους χειρουργικούς ασθενείς, στον προσδιορισμό δηλαδή της βέλτιστης δόσης αντιπηκτικού που θα λαμβάνει υπόψη όλη τη σφαιρική του κατάσταση και θα μειώνει τις επιπλοκές αιμορραγίας ή θρόμβωσης.