z-logo
open-access-imgOpen Access
Η συνταγματική προστασία της αξιοπρεπούς διαβίωσης
Author(s) -
Στυλιανή Χριστοφορίδου
Publication year - 2021
Language(s) - Uncategorized
Resource type - Dissertations/theses
DOI - 10.12681/eadd/45994
Subject(s) - geography
Η έννοια της αξιοπρεπούς διαβίωσης έκανε αισθητή την παρουσία της στον νομικό κόσμο στα χρόνια της κρίσης. Παρά το γεγονός ότι συναντάται όλο και συχνότερα στις δικαστικές αποφάσεις, αλλά πλέον και στον νόμο, η έννοια δεν έχει τύχει ακόμη ιδιαίτερης συστηματικής επεξεργασίας. Η πρόταση για τη ρητή κατοχύρωσή της ενόψει της επερχόμενης συνταγματικής αναθεώρησης, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, περιπλέκει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, και καθιστά επιτακτική την ανάγκη της ανάλυσής της ως νομικής έννοιας, καθώς και της αναζήτησης της νομικής της φύσης και του περιεχομένου της. Στη μελέτη, το πρώτο κεφάλαιο αφιερώνεται στην εννοιολογική οριοθέτηση της αξιοπρεπούς διαβίωσης και τον προσδιορισμό του περιεχομένου της. Μέριμνα δίνεται για την οριοθέτησή της από την αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου. Η αξιοπρεπής διαβίωση υπόκειται στις ερμηνευτικές δεσμεύσεις της αρχής του άρθρου 2 παρ. 1 Συντ., συγκροτεί όμως μία αυτοτελή έννοια με το δικό της εννοιολογικό περιεχόμενο. Περαιτέρω, η αξιοπρεπής διαβίωση οριοθετείται και από άλλες προσεγγίσεις, όπως αυτές που δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στο εισόδημα. Η έμφαση στο εισόδημα ως αντικείμενο προστασίας, λειτουργεί εξισωτικά και δεν επιτυγχάνει την αποτελεσματική προστασία ούτε του συγκεκριμένου δικαιώματος κάθε φορά, ούτε της ίδιας της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Εξάλλου, η αξιοπρεπής διαβίωση δεν διασφαλίζεται μόνο μέσα από το εισόδημα, αλλά αναφέρεται και στις γενικότερες συνθήκες που πλαισιώνουν τον άνθρωπο, δημιουργώντας το περιβάλλον εντός του οποίου αναπτύσσεται. Στο ίδιο κεφάλαιο, λαμβάνεται μέριμνα ώστε η αξιοπρεπής διαβίωση να οριοθετηθεί και από έννοιες οι οποίες προσομοιάζουν με την έννοια της αξιοπρεπούς διαβίωσης, δεν περιγράφουν όμως το ίδιο πράγμα, και στην πραγματικότητα, δεν είναι σαφές ακριβώς το τί περιγράφουν. Έτσι, το ελάχιστο όριο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, δεν μπορεί να περιγράψει μία συνθήκη απλής βιολογικής συντήρησης, ούτε να οδηγήσει στην εξίσωση, και μάλιστα προς τα κάτω, των διαφόρων πεδίων προστασίας. Στο δεύτερο κεφάλαιο, αναλύονται αυτοτελώς οι διάφορες πηγές οι οποίες επηρεάζουν ή δεσμεύουν την ελληνική έννομη τάξη, σε συνδυασμό με τους προβληματισμούς που ήδη έχουν εκτεθεί στο προηγούμενο κεφάλαιο. Έτσι, παρατηρείται ότι ο ΧΘΔΕΕ όχι μόνο έχει μετακυλίσει το ενδιαφέρον για την προστασία της υλικής αξιοπρεπούς διαβίωσης από την εργασία στην κοινωνική πρόνοια, αλλά η εφαρμογή του δεν έχει οδηγήσει στη δημιουργία ενός ουσιαστικού δικαιώματος, καθώς η νομολογία του ΔΕΕ εξαντλείται σε έναν διαδικαστικού τύπου έλεγχο επικεντρωμένο στη διασφάλιση της ελευθερίας κίνησης και εγκατάστασης των πολιτών της ΕΕ. Ακόμη, όμως, και η εφαρμογή του ΕΚΧ, από την Επιτροπή, παρόλο που αφορά την αξιοπρεπή διαβίωση στο πεδίο της αμοιβής από εργασία, δημιουργεί επίσης σημαντικούς προβληματισμούς, διότι για τον ουσιαστικό έλεγχο της προστασίας της αξιοπρεπούς διαβίωσης, αξιοποιεί δεδομένα που έχουν στηριχθεί στη στατιστική μέθοδο. Ωστόσο, φτώχεια και αξιοπρεπής διαβίωση θα πρέπει να συνδεθούν με κάποιον τρόπο μεθοδολογικά, ώστε για τον έλεγχο της αξιοπρεπούς διαβίωσης να είναι δυνατό να εφαρμοστούν τα όρια της φτώχειας που ανευρίσκονται με τη μέθοδο της στατιστικής. Οι διαφορές της στατιστικής και της νομικής μεθόδου, θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη όταν τα πορίσματα της πρώτης αξιοποιούνται από τη δεύτερη. Περαιτέρω, αναλύεται η νομολογία του ΕΔΔΑ για την «αξιοπρεπή διαβίωση». Στην ενότητα αυτή, παρατηρείται ότι το ΕΔΔΑ εξαντλεί την προβληματική της προστασίας της αξιοπρεπούς διαβίωσης κυρίως, στο επίπεδο του παραδεκτού της προσφυγής. Επιπλέον, όσον αφορά το ουσιαστικό επίπεδο προστασίας, αυτό αναφέρεται στη βιολογική συντήρηση και όχι στην αξιοπρεπή διαβίωση, με αποτέλεσμα, να πρόκειται για μία από τις περιπτώσεις όπου η προστασία που παρέχεται από τις εθνικές αρχές να είναι αυξημένη έναντι της προστασίας του ΕΔΔΑ. Με δεδομένα όλα τα παραπάνω, η μελέτη καταλήγει ότι η ελληνική έννομη τάξη μπορεί να αντλεί ερμηνευτικά εργαλεία για την προστασία της αξιοπρεπούς διαβίωσης από τη γερμανική έννομη τάξη, και όχι από τις παραπάνω, θα πρέπει όμως τα εργαλεία αυτά να τα προσαρμόζει στα ελληνικά δεδομένα. Εξάλλου, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι ήδη η αξιοπρεπής διαβίωση έχει επεκταθεί από το πεδίο της κοινωνικής πρόνοιας, σε διάφορα άλλα πεδία. Στο τρίτο κεφάλαιο αναζητείται το συνταγματικό έρεισμα και η νομική φύση της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Όπως ήδη εκτέθηκε, υποστηρίζεται ότι η αρχή της αξιοπρεπούς διαβίωσης απορρέει από την αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου σε συνδυασμό με την αρχή του σεβασμού και της προστασίας της αξίας του ανθρώπου, διότι διασφαλίζει συνθήκες διαβίωσης τέτοιες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να αναπτύσσεται ισότιμα μεταξύ των μελών του κοινωνικού συνόλου. Η αρχή αυτή επιβάλλει υποχρεώσεις και γεννά αξιώσεις στις περιπτώσεις που οι συνθήκες διαβίωσης δεν μπορούν να διαμορφωθούν αυτοδύναμα, όπως ήδη προεκτέθηκε. Στο τέταρτο κεφάλαιο, αναλύονται δικαστικές αποφάσεις της αξιοπρεπούς διαβίωσης, διαρθρωμένες με κριτήριο το δικαιικό πεδίο στο οποίο εμπίπτουν. Επ’ αφορμή των αποφάσεων αυτών, γίνεται η διάκριση ανάμεσα στον έλεγχο της προστασίας της αξιοπρεπούς διαβίωσης in concreto και στις περιπτώσεις όπου το βιοτικό επίπεδο βάλλεται από γενικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Ταυτόχρονα, αξιολογείται ο τρόπος με τον οποίο έχει τύχει εφαρμογής μέχρι στιγμής. Ακόμη, αναπτύσσονται επιμέρους προβληματισμοί. Για παράδειγμα, στο πεδίο των μισθολογικών διαφορών, παρουσιάζεται η προβληματική της διάκρισης μεταξύ βασικού μισθού και επιδομάτων. Στο πεδίο του φορολογικού δικαίου, γίνεται η διάκριση μεταξύ της προστασίας της αξιοπρεπούς διαβίωσης στο επίπεδο του προσδιορισμού του φορολογητέου ποσού εισοδήματος και στο επίπεδο της καταβολής του ποσού του φόρου. Περαιτέρω, αναλύονται και ιδιωτικού δικαίου διαφορές. Εκτός από το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, αναλύεται και το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής. Το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής, ακολουθεί επί της αρχής των κύκλο των προσώπων τα οποία εμπίπτουν στα επιμέρους δικαιώματα. Η αρχή της αξιοπρεπούς διαβίωσης, αποκτά δικό της, αυτοτελές υποκείμενο, μόνο όταν λειτουργεί ως δικαίωμα. Η συζήτηση όμως για το υποκείμενο της αξιοπρεπούς διαβίωσης είναι ιδιαιτέρως σημαντική, ιδίως όταν πρόκειται να καθοριστεί η μέθοδος προστασίας, όπου για τον καθορισμό της σημασία έχει το πεδίο εφαρμογής, δηλαδή το αντικείμενο, και όχι το υποκείμενο. Έτσι, για παράδειγμα, στο πεδίο των μισθολογικών διαφορών, τα ειδικά μισθολόγια προστατεύονται όχι ως πρόσωπα τα οποία θα πρέπει να απολαμβάνουν ιδιαίτερης μεταχείρισης, αλλά διότι λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες του κάθε επαγγέλματος. Τούτο είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο, διότι στην προσέγγιση του «θιγόμενου προσώπου», ελλοχεύει ο κίνδυνος, η ευνοϊκή προστασία να επεκταθεί και σε πεδία τα οποία δεν είναι συναφή με τις ειδικές συνθήκες άσκησης κάθε επαγγέλματος, όπως είναι η φορολογική μεταχείριση. Την ίδια στιγμή, ιδιαίτερες κατηγορίες υποκείμενων προκειμένου για την κατάκτηση συνθηκών αξιοπρεπούς διαβίωσης, μπορούν να αξιώνουν από την πολιτεία μέτρα διαφορετικής φύσης. Έτσι, οι ανήλικοι, τα ΑΜΕΑ, τα θύματα bullying, οι κρατούμενοι και γενικότερα όσοι στερούνται της ελευθερίας κίνησης, δεν περιορίζονται στην συζήτηση για την προστασία του εισοδήματος που διασφαλίζει τους όρους της αξιοπρεπούς διαβίωσης. Τέλος, στο πέμπτο κεφάλαιο, αναπτύσσεται η προβληματική που έχει απασχολήσει περισσότερο τον τελευταίο καιρό, δηλαδή η υποβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Συγκεκριμένα, αναλύεται ο τρόπος με τον οποίο το ζήτημα αυτό έχει αντιμετωπιστεί μέχρι στιγμής από τη νομολογία. Μέσα από την προσέγγιση αυτή, αναδεικνύεται και ο βασικός λόγος για τον οποίο ήδη η έννοια της αξιοπρεπούς διαβίωσης έχει εμφανίσει τόσο μεγάλη δυναμική τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, αλλά και η σημασία η αξιοπρεπής διαβίωση να αντιμετωπιστεί ως αρχή. Η τάση, τα δικαιώματα να γίνονται αντιληπτά ως οικονομικές επιβαρύνσεις στον κρατικό προϋπολογισμό, απογυμνώνει το καθένα από αυτά από τους ειδικούς σκοπούς που επιτελεί. Η αξιοπρεπής διαβίωση αποτελεί μία έννοια αντίστοιχης αφαίρεσης, λειτουργώντας ως ένας γενικός σκοπός, πλάι πλάι με τους ειδικότερους σκοπούς με τα οποία είναι επιφορτισμένα τα δικαιώματα, η οποία μπορεί να λειτουργήσει ως αντίβαρο στους έντονους περιορισμούς που τα δικαιώματα μπορεί να υποστούν για δημοσιονομικούς λόγους.

The content you want is available to Zendy users.

Already have an account? Click here to sign in.
Having issues? You can contact us here