z-logo
open-access-imgOpen Access
Μεταβολές του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος κατά μήκος των ανατολικών ακτών της Πελοποννήσου με βάση αρχαιολογικούς και μορφολογικούς δείκτες της άνω ολοκαινικής μεταβολής του επιπέδου της θάλασσας
Author(s) -
Ελένη Κολαΐτη
Publication year - 2021
Language(s) - Slovenian
Resource type - Dissertations/theses
DOI - 10.12681/eadd/44943
Subject(s) - psychology
Οι διάφορες διεργασίες που συμβαίνουν στο γήινο φλοιό, κυρίως η ισοστατική απόκριση του γήινου φλοιού στην ανακατανομή φορτίων πάγου και ωκεανού και οι κατακόρυφες τεκτονικές κινήσεις, αλληλεπιδρούν με την παγκόσμια ευστατική αλλαγή και προκαλούν τις σχετικές μεταβολές του επιπέδου της θάλασσας, επιφέροντας δραματικές αλλαγές στο παράκτιο περιβάλλον με σοβαρές κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις στη διάρκεια του χρόνου. Στην παρούσα διατριβή έγινε προσπάθεια αποκωδικοποίησης των επιπτώσεων στο παράκτιο ανθρωπογενές περιβάλλον των σχετικών μεταβολών του θαλάσσιου επιπέδου κατά το Ανώτερο Ολόκαινο, ως αποτέλεσμα της σύνθετης παγετο-υδρο-ισοστατικής και τεκτονικής επίδρασης στη σχέση ξηράς-θάλασσας σε συνδυασμό με την αρχαία ανθρώπινη παράκτια δραστηριότητα. Η συστηματική γεωαρχαιολογική έρευνα των ακτών σε εβδομήντα τρείς (73) θέσεις μιας μεγάλης γεωγραφικής περιοχής μήκους ακτογραμμής 785 km, που εκτείνεται από τη δυτική ακτή της Αττικής στο βόρειο Σαρωνικό κόλπο, διατρέχει όλη την ανατολική ακτή της Πελοποννήσου και καταλήγει στη δυτική ακτή του Λακωνικού κόλπου, αποκάλυψε πλήθος δεικτών της σχετικής μεταβολής του επιπέδου της θάλασσας. Η παρατήρηση, η χαρτογράφηση και η μέτρηση των βαθών χαρακτηριστικών γεωμορφών, όπως οι παλιρροϊκές εγκοπές και οι διαδοχικές γενεές των beachrocks, επέτρεψαν τον καθορισμό των διαφόρων θαλάσσιων επιπέδων. Η καταγραφή της θέσης, η μέτρηση βαθών και ο καθορισμός του λειτουργικού υψομέτρου των βυθισμένων αρχαίων δομών από ακριβείς αρχαιολογικούς δείκτες επέτρεψαν τη χρονολόγησή τους. Στην περιοχή έρευνας καθορίσθηκαν επτά διακριτά Άνω Ολοκαινικά επίπεδα της θάλασσας, από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού έως τον 20ο αιώνα, και χρονολογήθηκαν οι περίοδοι της σχετικής μεταβολής τους. Η παλαιογεωγραφική αναπαράσταση της ακτής των αρχαίων οικισμών, μικρότερων οικιστικών και παραγωγικών μονάδων και λιμενικών εγκαταστάσεων στη διάρκεια του χρόνου προέκυψε μετά των καθορισμό των θαλάσσιων επιπέδων και την εκτίμηση της θαλάσσιας επίκλυσης στις παράκτιες πεδιάδες. Το θαλάσσιο επίπεδο Ι σε βάθος 5.10 ± 0.20 m κάτω από τη μέση σύγχρονη θαλάσσια στάθμη (bmsl) χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, μεταξύ 5500 χρόνια πριν από σήμερα (3500 π.Χ.) και 4200 χρόνια πριν από σήμερα (2200 π.Χ.) και καθορίζει μια περίοδο σταθερότητας του επιπέδου της θάλασσας τουλάχιστον 1300 χρόνων. H χρονολόγηση του επιπέδου αυτού έχει γίνει με βάση αρχαιολογικές ενδείξεις στις προϊστορικές θέσεις Καλαμιανός, Αρχαία Ασίνη και Παυλοπέτρι, και ταυτοποιείται ως το θαλάσσιο επίπεδο λειτουργίας του προϊστορικού οικισμού στα Λαμπαγιαννά και πιθανόν στο Σαλάντι. Η σχετική μεταβολή στο επόμενο θαλάσσιο επίπεδο II φαίνεται ότι έγινε μεταξύ 4200 χρόνια πριν από σήμερα (2200 π.Χ.) και 3500 χρόνια πριν από σήμερα (1500 π.Χ.). Το θαλάσσιο επίπεδο ΙΙ στα 4.40 ± 0.20 m bmsl χρονολογείται στην Ύστερη Εποχή του Χαλκού, μεταξύ 3500 χρόνια πριν από σήμερα (1500 π.Χ.) και 3200 χρόνια πριν από σήμερα (1190 π.Χ.) και καθορίζει μια περίοδο σταθερότητας του επιπέδου της θάλασσας τουλάχιστον 300 χρόνων. H χρονολόγηση του επιπέδου αυτού έχει γίνει με βάση αρχαιολογικές ενδείξεις στις προϊστορικές θέσεις Καλαμιανός και Πορτοχέλι (Αρχαίοι Αλιείς) και ταυτοποιείται ως ένα θαλάσσιο επίπεδο λειτουργίας των οικισμών στο Σαλάντι και στο Παυλοπέτρι. Η σχετική μεταβολή στο επόμενο θαλάσσιο επίπεδο IΙI φαίνεται ότι έγινε μεταξύ 3200 χρόνια πριν από σήμερα (1190 π.Χ.) και 2700 χρόνια πριν από σήμερα (700 π.Χ.). Το θαλάσσιο επίπεδο ΙΙΙ σε βάθος 3.60 ± 0.20 m bmsl χρονολογείται από την Αρχαϊκή περίοδο έως τους Υστερορωμαϊκούς χρόνους, μεταξύ 2700 χρόνια πριν από σήμερα (700 π.Χ.) και 1600 χρόνια πριν από σήμερα (4ος αι. μ.Χ.) ή πιθανότατα 1400 χρόνια πριν από σήμερα (6ος αι. μ.Χ.) και καθορίζει μια περίοδο σταθερότητας του επιπέδου της θάλασσας τουλάχιστον 1000 ή 1200 χρόνων. Το επίπεδο αυτό έχει χρονολογηθεί με βάση πολλές αρχαιολογικές ενδείξεις σε όλο το μήκος των ανατολικών ακτών της Πελοποννήσου. Ταυτοποιείται ως το επίπεδο λειτουργίας των λιμενικών, οικιστικών και παραγωγικών εγκαταστάσεων της Κλασσικής περιόδου στην Αίγινα, στο Παλαιόκαστρο Μεθάνων, στο Φουρκαρί, πιθανόν στη δυτική κατάληξη του όρμου της Δάρδιζας, στον όρμο της Κάπαρης (αρχαία Ερμιόνη), στη Θαλασόπετρα, στην αρχαία Ασίνη, στο Λιμένα Ιέρακα και πιθανόν στην Επίδαυρο Λιμηρά, στην Πλύτρα (αρχαίος Ασωπός) και στο Γύθειο. Επίσης, αποτελεί το επίπεδο λειτουργίας των Ρωμαϊκών/Υστερορωμαϊκών λιμενικών εγκαταστάσεων στις Κεγχρεές, στην Αίγινα και στην Αρχαία Επίδαυρο, και πολλών παράκτιων οικιστικών εγκαταστάσεων και δομών της ίδιας περιόδου στον όρμο του Αγίου Βλάση, στο Γκλιάτη, στην Ψήφτα, στη Σουπιά, στα Πηγάδια, στο Πλέπι, στην ανατολική πλευρά του όρμου Δάρδιζας, στην Κουβέρτα, στο Πορτοχέλι (αρχαίοι Αλιείς), στο Θυνί, στην αρχαία Ασίνη, στην Καραθώνα, στην Αγία Μαρίνα Παραλίας Δαιμονιάς, στην Πλύτρα (αρχαίος Ασωπός), στη Μαντηλού (Τρίνησα), στο Βαλτάκι, στο Γύθειο και στο Βαθύ. Η σχετική μεταβολή στο επόμενο θαλάσσιο επίπεδο IV φαίνεται ότι έγινε μεταξύ 1600 ή 1400 χρόνια πριν από σήμερα (4ος ή 6ος αι. μ.Χ.) και 800-700 χρόνια πριν από σήμερα (13ος αι.). Το θαλάσσιο επίπεδο ΙV στα 2.40 ± 0.20 m bmsl χρονολογείται μετά τον 13ο αι. μ.Χ. (800-700 χρόνια πριν από σήμερα), από τις λιμενικές εγκαταστάσεις στον Άγιο Αθανάσιο στο όρμο Σουπιάς. Ελλείψει πολλών χρονολογικών στοιχείων της περιόδου αυτής, η διάρκεια του επιπέδου είναι ασαφής, αλλά σίγουρα βραχεία, ενώ η αλλαγή του στο επόμενο θαλάσσιο επίπεδο V έγινε κάποια περίοδο πριν την Α’ Ενετοκρατία (14ος αι. μ.Χ.). Το θαλάσσιο επίπεδο V σε βάθος 1.45 ± 0.15 m bmsl χρονολογείται κατά την Α' Ενετοκρατία - Πρώτη φάση Τουρκοκρατίας, από το 1389 (600 χρόνια πριν από σήμερα). Φαίνεται ότι διήρκεσε έως περίπου το 1839 (160 χρόνια πριν από σήμερα) καθορίζοντας έτσι μια περίοδο σταθερότητας του επιπέδου της θάλασσας τουλάχιστον 450 χρόνων. Το επίπεδο αυτό έχει χρονολογηθεί με βάση αρχαιολογικές ενδείξεις στο Παλαιόκαστρο Μεθάνων, στο Μπούρτζι Ναυπλίου και στην Παραλία Μύλος Αγίου Ανδρέα, και ταυτοποιείται ως το επίπεδο λειτουργίας των παράκτιων κατασκευών στο Λαζαρέρο (Δεϊμέζη) και στους Μύλους Λέρνας. Η σχετική μεταβολή στο θαλάσσιο επίπεδο VI φαίνεται ότι έγινε γύρω ή μετά το 1840. Το θαλάσσιο επίπεδο VΙ στα 0.80 ± 0.10 m bmsl χρονολογείται στους Νεότερους Χρόνους, μετά από το 1840 (160 χρόνια πριν από σήμερα) με βάση την αρχαιολογική ένδειξη στην Ερμιόνη (Γκουριμέσι). Ταυτοποιείται στις λιμενικές εγκαταστάσεις των Κεγχρεών, της Αίγινας και της αρχαίας Επιδαύρου. Φαίνεται ότι είχε βραχεία διάρκεια μερικών δεκαετιών μέχρι τις αρχές του 20ου αι., οπότε και διαμορφώθηκε το νεότερο θαλάσσιο επίπεδο VΙI σε βάθος 0.35 ± 0.15 m bmsl, για να μεταβληθεί στη συνέχεια στο σημερινό επίπεδο της θάλασσας. Οι περίοδοι σταθερότητας του επιπέδου της θάλασσας που διαπιστώθηκαν στις ανατολικές ακτές της Πελοποννήσου κατά το Ανώτερο Ολόκαινο φαίνεται να ακολουθούνται από περιόδους γρήγορης ή και απότομης μεταβολής του, οι οποίες, όμως, δεν μπορούν να συνδεθούν με τοπικό τεκτονισμό, συγκεκριμένες ρηξιγενείς ζώνες και σεισμικά γεγονότα. Αυτές οι αλλαγές φαίνεται να αφορούν σε ένα ευρύτερο περιφερειακό τεκτονικό περιβάλλον, που καθορίζει ένα τέμαχος του φλοιού με ενιαία συμπεριφορά στη διάρκεια του Ανωτέρου Ολοκαίνου που περιλαμβάνει τουλάχιστον όλη την ανατολική Πελοπόννησο. Η καμπύλη της σχετικής μεταβολής του επιπέδου της θάλασσας κατά τελευταία 5500 χρόνια στην περιοχή έρευνας δείχνει μια πολύ αργή σχετική μεταβολή από την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (5500 χρόνια πριν από σήμερα) έως τους Υστερορωμαϊκούς χρόνους (1400 χρόνια πριν από σήμερα) με ρυθμό της τάξεως των 0.30 mm/yr έως 0.40 mm/yr, ο οποίος επιταχύνεται αξιοσημείωτα σε 1.75 mm/yr, από τους Πρώιμους Βυζαντινούς χρόνους έως τους Νεότερους χρόνους, ενώ από τα μέσα του 19ου αι. έως το τέλος του 20ου αι. ο ρυθμός της σχετικής μεταβολής του επιπέδου της θάλασσας είναι πολύ ταχύς, της τάξεως των 5 mm/yr. Η συμβολή της γεωαρχαιολογικής προσέγγισης των ακτών είναι εξαιρετικά σημαντική τόσο στην επίλυση αρχαιολογικών προβλημάτων, όσο και στην κατανόηση των τοπικών και περιφερειακών γεωλογικών φαινομένων. Μέσω αυτής μπορεί να ανασυσταθεί παλαιογεωγραφικά ένα βυθισμένο αρχαίο παράκτιο τοπίο και να ιχνηλατηθεί η γεωλογική και ιστορική του διαδρομή σε σχέση με τις μεταβολές του παράκτιου περιβάλλοντος λόγω των σχετικών μεταβολών του επιπέδου της θάλασσας. Μπορεί να δοθεί απάντηση για την εγκατάλειψη ή τη διακοπή της ιστορικής συνέχειας μιας θέσης κατοίκησης. Μπορεί να κατανοηθεί το παράκτιο περιβάλλον και οι ανθρώπινες δραστηριότητες που φιλοξένησε μέσα στο εκάστοτε ιστορικό πλαίσιο. Παράλληλα, η εκτίμηση των ρυθμών της σχετικής μεταβολής του επιπέδου της θάλασσας στη διάρκεια του χρόνου σε συνδυασμό με ακριβή στοιχεία παράκτιας τοπογραφίας και κλιματικού μοντέλου μπορεί να οδηγήσει στην πρόβλεψη της μελλοντικής μεταβολής της στάθμης της θάλασσας και στην εκτίμηση του μεγέθους της θαλάσσιας επίκλυσης στις παράκτιες πεδιάδες, υποβοηθώντας το σύγχρονο πολεοδομικό σχεδιασμό με κύριο άξονα την έγκαιρη ανάσχεση των επιπτώσεων που θα έχει στις πυκνοκατοικημένες και έντονα οικονομικά εκμεταλλευόμενες παράκτιες περιοχές.

The content you want is available to Zendy users.

Already have an account? Click here to sign in.
Having issues? You can contact us here