
Η επίδραση της μπεβασιζουμάμπης σε πειραματικό μοντέλο ρευματοειδούς αρθρίτιδας
Author(s) -
Κωνσταντίνος Δ. Τόμος
Publication year - 2021
Language(s) - Uncategorized
Resource type - Dissertations/theses
DOI - 10.12681/eadd/44338
Subject(s) - vegf receptors , chemistry , medicine , microbiology and biotechnology , biology
Σκοπός: Σκοπός της παρούσης διατριβής είναι η μελέτη της αναστολής του VEGF με την ενδοαρθρική έγχυση μπεβασιζουμάμπης σε πειραματικό μοντέλο ρευματοειδούς αρθρίτιδας (ΡΑ). Μέθοδος: Για τη διεξαγωγή του πειράματος χρησιμοποιήθηκαν ενήλικοι θηλυκοί κόνικλοι Νέας Ζηλανδίας, οι οποίοι τυχαιοποιήθηκαν σε τέσσερις ομάδες. Οι τρεις ομάδες ανοσοποιήθηκαν. Στους ανοσοποιημένους κόνικλους εγκαταστάθηκε αρθρίτιδα με ενδοαρθρική έγχυση ωολευκωματίνης στη δεξιά κατά γόνυ άρθρωση. Η ομάδα S έλαβε ενδοαρθρικά έγχυση στείρου φυσιολογικού ορού (ομάδα ελέγχου της νόσου), ενώ οι υπόλοιπες δύο ομάδες, Β και 2xΒ, έλαβαν ενδοαρθρική έγχυση μπεβασιζουμάμπης σε δόση 1.25 mg και 2.5 mg, αντίστοιχα. Η χορήγηση των δόσεων έγινε την 1η και 14η ημέρα μετά την επαγωγή της αρθρίτιδας και στις τρεις ομάδες, ενώ τα ζώα θυσιάστηκαν στις 28 ημέρες από την επαγωγή της αρθρίτιδας. Τέλος, η τέταρτη ομάδα δεν ανοσοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε ως ομάδα ελέγχου. Προκειμένου να εκτιμηθεί η αρθρίτιδα/φλεγμονή, μετρήθηκε το οίδημα της άρθρωσης, εκτιμήθηκε η παρουσία πάννου και προσδιορίστηκε ο αριθμός των κυττάρων του αρθρικού υγρού. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε ιστολογική ανάλυση του λιπώδους σώματος της επιγονατίδας και προσδιορίστηκαν η ΙL-6 και η CRP του ορού με τη μέθοδο ELISA, καθώς και η αλβουμίνη, η αιμοσφαιρίνη και η δραστικότητα της αλκαλικής φωσφατάσης και της κρεατινικής κινάσης. Αποτελέσματα: Οι κόνικλoι της ομάδας S ανέπτυξαν όλα τα συμπτώματα της ΑΙΑ και διέφεραν στατιστικά σημαντικά από την C σε όλες τις παραμέτρους που ελέγθησαν πλην της αιμοσφαιρίνης. Ο αποκλεισμός του VEGF στην ομάδα Β ανέστειλε στατιστικά σημαντικά τη φλεγμονώδη διεργασία, περιόρισε στα φυσιολογικά επίπεδα τις συγκεντρώσεις της IL-6 και της CRP και βελτίωσε τα ιστοπαθολογικά ευρήματα. Παράλληλα παρεμπόδισε την εκδήλωση καχεξίας, καθώς η δραστικότητα της κρεατινικής κινάσης και η συγκέντρωση της αλβουμίνης κυμάνθηκαν σε φυσιολογικά επίπεδα. Η παρατηρούμενη αύξηση της αλκαλικής φωσφατάσης αποδόθηκε στην οστική αναγέννηση. Στην ομάδα 2xΒ παρατηρήθηκε τάση βελτίωσης της φλεγμονώδους διεργασίας. Παρόλα αυτά η δόση των 1.25 mg υπερέχει θεραπευτικά, οδηγώντας μας στο συμπέρασμα ότι η υπέρμετρη αναστολή της αγγειογένεσης μπορεί να αποδειχθεί επιβλαβής. Επιπλέον, στην ομάδα 2xΒ παρουσιάστηκε αναιμία που αποδόθηκε στην μπεβασιζουμάμπη. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν τον κυρίαρχο ρόλο που ασκεί η αγγειογένεση στη φλεγμονώδη διεργασία και αναδεικνύουν τη μπεβασιζουμάμπη ως μία πολλά υποσχόμενη θεραπευτική προσέγγιση στη ΡΑ. Ειδικότερα η ενδοαρθρική χορήγησή της ως εναλλακτικό των κορτικοστεροειδών σε περιπτώσεις ασθενών με ΡΑ με εκδηλώσεις μονοαρθρίτδας ή ολιγαρθρίτιδας σε μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους αρθρώσεις αποτελεί θεραπευτική πρόκληση. Επιπλέον, στην παρούσα μελέτη αναδείχθηκε και η σημασία της λεπτής ισορροπίας που πρέπει να τηρείται σε θεραπευτικό επίπεδο όσον αφορά στην αναστολή της αγγειογένεσης. Η θεραπεία, δηλαδή, πρέπει να στοχεύει στην περίσσεια του VEGF, χωρίς όμως να επιδρά στα φυσιολογικά επίπεδά του, τα οποία είναι απαραίτητα για τη διατήρηση της αγγειακής ομοιόστασης. Η υπερβολική αναστολή του VEGF φαίνεται τελικά ότι δεν αποτρέπει τη φλεγμονώδη διεργασία αλλά την επιτείνει.