
Η σημασία νεότερων απεικονιστικών και βιοχημικών δεικτών στη λειτουργική ταξινόμηση ασθενών με πνευμονική αρτηριακή υπέρταση
Author(s) -
Sophia-Anastasia Mouratoglou,
Σοφία-Αναστασία Μουράτογλου
Publication year - 2021
Language(s) - Uncategorized
Resource type - Dissertations/theses
DOI - 10.12681/eadd/44123
Subject(s) - medicine
Η πνευμονική αρτηριακή υπέρταση αποτελεί σπάνια αλλά εξαιρετικά σοβαρή πάθηση με ποσοστά επιβίωσης που αν και βελτιωμένα σήμερα πλέον, στην εποχή των σύγχρονων θεραπευτικών επιλογών με τη διαθεσιμότητα των ειδικών φαρμάκων για τη νόσο, παραμένουν χαμηλά. Το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας για την ανάπτυξη και ένταξη στην καθημερινή κλινική πρακτική βιοδεικτών στη διάγνωση και ιδίως τη θεραπεία της νόσου είναι εξαιρετικά ζωηρό. Άλλωστε, η σύγχρονη πρακτική υποστηρίζει τη διαχείριση του ασθενούς και τη λήψη θεραπευτικών αποφάσεων με βάση πλήρωση στόχων. Οι στόχοι αυτοί, όπως παρουσιάζονται και υποστηρίζονται από τις διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες δεν είναι τίποτα άλλο πέραν δεικτών που αφορούν σε κλινικές, απεικονιστικές και βιοχημικές παραμέτρους, όπως η λειτουργική ικανότητα των ασθενών, οι διαστάσεις του δεξιού κόλπου, η ύπαρξη περικαρδιακής συλλογής και η λειτουργικότητα της δεξιάς κοιλίας καθώς και τα επίπεδα του NT-proBNP στον ορό των ασθενών αντίστοιχα. Εν τούτοις, ο ρόλος κάποιων από αυτούς και ίδια των απεικονιστικών παραμένει σχετικά αμφιλεγόμενος και η σημασία τους στη σταδιοποίηση κινδύνου των ασθενών με πνευμονική υπέρταση οφείλει να μελετηθεί περαιτέρω. Ο δείκτης RAFi αποτελεί μια εύκολα μετρήσιμη και επαναλήψιμη παράμετρο, για τον υπολογισμό του οποίου δεν απαιτείται ειδικός εξοπλισμός ή εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό, καθώς προκύπτει από μετρήσεις που περιλαμβάνονται στην καθημερινή ρουτίνα αξιολόγησης των ασθενών με πνευμονική υπέρταση. Σε αναλογία με τον δείκτη λειτουργικότητας του αριστερού κόλπου, ο δείκτης RAFi συνδυάζει πληροφορίες αναφορικά στις διαστάσεις και τη λειτουργικότητα του δεξιού κόλπου (κλάσμα κένωσης του δεξιού κόλπου) αλλά και της δεξιάς κοιλίας (VTI-RVOT, ανάλογο του όγκου παλμού). Από την άλλη μεριά, η ADMA και η γαλεκτίνη 3 αποτελούν βιοδείκτες που έχουν μελετηθεί εκτενώς στην αριστερή καρδιακή ανεπάρκεια ενώ η χρήση τους στην πνευμονική υπέρταση ως προγνωστικού δείκτη βρίσκεται ακόμη υπό σχετική μελέτη και αξιολόγηση. Σκοπός της παρούσας διδακτορικής διατριβής ήταν η μελέτη νεότερων προγνωστικών παραγόντων σε ασθενείς με πνευμονική υπέρταση στην σύγχρονη εποχή της διάθεσης των ειδικών φαρμακευτικών σκευασμάτων της νόσου. Μελετήθηκαν ασθενείς με πνευμονική αρτηριακή υπέρταση οι οποίο παρακολουθούνται από το εξωτερικό ιατρείο Πνευμονικής Υπέρτασης της Α’ Πανεπιστημιακής Κλινικής του νοσοκομείου ΑΧΕΠΑ Θεσσαλονίκης. Το πρωτόκολλο της παρούσας μελέτης περιελάμβανε τη συλλογή δημογραφικών δεδομένων, τη κλινική εξέταση συμπεριλαμβανομένης της καταγραφής του ιατρικού ιστορικού και της φαρμακευτικής αγωγής, τη διενέργεια εξάλεπτης δοκιμασίας βάδισης και την υποβολή των ασθενών σε απλή αιμοληψία προς προσδιορισμό των επιπέδων της ADMA και της γαλεκτίνης 3 καθώς και τη διενέργεια πλήρους ηχωκαρδιογραφικής μελέτης για τον προσδιορισμό κλασικών αλλά και νεότερων όπως ο δείκτης λειτουργικότητας του δεξιού κόλπου, δεικτών πρόγνωσης της νόσου. Τα αποτελέσματα της μελέτης επιβεβαιώνουν αφενός τη προγνωστική αξία κλασικών προγνωστικών δεικτών της νόσου όπως το NTproBNP, η λειτουργική κλάση κατά WHO και η απόσταση βάδισης στην εξάλεπτη δοκιμασία για το σύνθετο καταληκτικό σημείο της κλινικής επιδείνωσης που χρησιμοποιήθηκε στη παρούσα διατριβή. Επιπρόσθετα, τα συμπεράσματα της μελέτης συνοπτικά είναι:I.ο δείκτης RAFi i.παρουσιάζει συσχέτιση με γνωστούς ηχωκαρδιογραφικούς δείκτες λειτουργικότητας της δεξιάς κοιλίας όπως ο δείκτης TAPSE, αλλά και του δεξιού κόλπου όπως οι διαστάσεις αυτού αλλά και με γνωστούς και αναγνωρισμένους από τη βιβλιογραφία προγνωστικούς δείκτες της πνευμονικής υπέρτασης όπως η ύπαρξη περικαρδιακής συλλογής, τα επίπεδα NT-proBNP στον ορό των ασθενών και η λειτουργική τους ικανότητα όπως αυτή αξιολογείται από την απόσταση βάδισης κατά την εξάλεπτη δοκιμασίαii.αποτελεί προγνωστικό δείκτη για το καταληκτικό σημείο της εμφάνισης κλινικής επιδείνωσης σε ασθενείς με πνευμονική αρτηριακή υπέρταση και η προσθήκη του σε πολυπαραγοντικά προγνωστικά μοντέλα που περιλαμβάνουν την εξάλεπτη δοκιμασία βάδισης, τα επίπεδα του NT-proBNP στον ορό των ασθενών και την επιφάνεια του δεξιού κόλπου, οδηγεί σε βελτίωση της προβλεπτικής τους αξίας II.τα επίπεδα της ADMA και της γαλεκτίνης 3 i.είναι αυξημένα στον ορό των ασθενών συγκριτικά με της ομάδας ελέγχου χωρίς να διαπιστώνεται στατιστικά σημαντική διαφορά των επιπέδων τους στον ορό των ασθενών με κλινική επιδείνωση συγκριτικά με αυτό των ασθενών χωρίς ανεπιθύμητα συμβάματαii.δεν έχουν προγνωστική αξία στη πρόβλεψη της κλινικής επιδείνωσης