Open Access
Η επινόηση του υποκειμένου στους Ντέηβιντ Χιουμ και Σάμουελ Μπέκετ
Author(s) -
Κυριακή Γραμμένου
Publication year - 2021
Language(s) - Uncategorized
Resource type - Dissertations/theses
DOI - 10.12681/eadd/43952
Subject(s) - computer science
Ορίζοντα της διατριβής αποτελεί η έννοια του υποκειμένου όπως αυτή εμφανίζεται σε μια σειρά κειμένων των Ντέηβιντ Χιουμ και Σάμουελ Μπέκετ. Υπόθεσή μου είναι ότι η γραμμή αφετηρίας του ενός συγγραφέα, ταυτίζεται με τη γραμμή τερματισμού του άλλου: εάν ο Χιουμ ορίζει το υποκείμενο ως «δεμάτι εντυπώσεων», ο Μπέκετ οδηγείται σε κάτι που απέχει ελάχιστα από αυτό, μέσω αφαιρέσεων και αποδυναμώσεων. Η διδακτορική διατριβή χωρίζεται σε δύο μέρη που τιτλοφορούνται αντίστοιχα «Μέρος Α ΄ ή πώς ένα δεμάτι εντυπώσεων γίνεται υποκείμενο και «Μέρος Β ΄ ή πώς ένα υποκείμενο γίνεται δεμάτι εντυπώσεων». Στο Α΄ Μέρος, εξετάζω τη δυνατότητα να διαβαστεί ο Χιουμ ως πρόδρομος του μεταμοντερνισμού και εντοπίζω στη σκέψη του αφενός την επίθεση στο αυτονόητο και αφετέρου την προάσπιση του κοινού νου. Αναλύω τις έννοιες της εντύπωσης και της ιδέας και αναζητώ τους όρους δυνατότητας συγκρότησης του νου σε υποκείμενο και της ροής του αισθητού σε αντικείμενο. Η εξέταση των αρχών της ανθρώπινης φύσης, της φαντασίας, του συνειρμού, της αιτιότητας και των παθών, με οδηγεί στον εντοπισμό κάποιου είδους φιλανθρωπίας που ρυθμίζει κάθε γραφή και κάθε ανάγνωση εξίσου. Παρακολουθώντας τη λειτουργία της συνήθειας καθώς και το ρόλο του σώματος, διαπιστώνω πως το σώμα στον Χιουμ, ως κοινός τόπος της εμπειρίας, αποτελεί κατ’ εξοχήν πεδίο προάσπισης της καθημερινότητας, στο βαθμό που καθιστά δυνατή την εμπειρία, την αίσθηση και την υπέρβασή της, δηλαδή τη γνώση. Προς το τέλος του Α ΄ Μέρους, εξετάζω τις έννοιες της πίστης, της υπέρβασης και της σκοπιμότητας, οι οποίες επιτρέπουν μιαν αντιμετώπιση της φαινομενικής σύγκρουσης μεταξύ εμπειρισμού και σκεπτικισμού. Η σύγκριση πίστης και γνώσης αποτελεί κομβικό σημείο της διατριβής, στο βαθμό που η σύμπτωσή τους μου επιτρέπει να εντοπίσω μια μη θεολογική πίστη στην καρδιά του υποκειμένου, που το αναγκάζει να επινοεί τα αντικείμενα της πίστης του, αλλά ταυτόχρονα να αναγνωρίζει την σκανδαλώδη αυθαιρεσία των επινοήσεών του. Το Β ΄ Μέρος της διατριβής αποτυπώνει τη ρήξη του Μπέκετ με τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, αλλά και την κριτική του στάση απέναντι στην παντοδυναμία του λόγου αιώνα και του καρτεσιανού υποκειμένου. Εξετάζω το ζήτημα της αρχής (ως εκκίνησης αλλά και ως ρύθμισης) και την συνδέω με την έννοια της πίστης. Οι έννοιες του μύθου και της θρησκείας με οδηγούν στην ιδέα της πραγματικότητας ως κατασκευής. Παρακολουθώ τις έννοιες της τελετουργίας, της μνήμης, της συνήθειας, της φαντασίας και του λόγου και διαπιστώνω πως αυτά πετυχαίνουν να μεταμφιέσουν την κατασκευή και να την εμφανίσουν ως ουσία. Τα ζητήματα της μετάφρασης και της μεταφοράς με οδηγούν στην επεξεργασία της έννοιας του σώματος. Αυτή η υλικότητα αποτελεί τόσο στον Μπέκετ, όσο και στον Χιουμ, ένα από τα τελευταία προπύργια του υποκειμένου. Το σώμα, εξάλλου, σχετίζεται με μια από τις κομβικές ιδέες στα κείμενα του Χιουμ: τη διασκέδαση. Επιπλέον, η έννοια της αυτοβιογραφίας μου επιτρέπει να σκεφτώ την επικοινωνία μεταξύ φιλοσοφίας και λογοτεχνίας. Τέλος, αντλώ από την έννοια της «ασθενούς οντολογίας» ως εκείνου το φιλάνθρωπου τεχνάσματος που επιτρέπει τη συνέχιση τόσο της ζωής όσο και της γνώσης.