
Αναλυτική διερεύνηση και συγκριτική αξιολόγηση περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιδόσεων της βιομηχανίας στην Ελλάδα και την Ευρωπαϊκή Ένωση
Author(s) -
Dimitra Kopidou,
Δήμητρα Κοπίδου
Publication year - 2021
Language(s) - Czech
Resource type - Dissertations/theses
DOI - 10.12681/eadd/41358
Subject(s) - environmental science
Οι μεγάλες αλλαγές των τελευταίων ετών έχουν διαμορφώσει ένα νέο τοπίο στην παγκόσμια οικονομία και ένα νέο πλαίσιο άσκησης της βιομηχανικής δραστηριότητας που συνοδεύεται από σημαντικές διαφοροποιήσεις της σχετικής ισχύος των χωρών στο διεθνές εμπόριο. Η ευρωπαϊκή βιομηχανία που κατείχε παραδοσιακά μία ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά βλέπει να αναδύονται νέοι ισχυροί βιομηχανικοί ανταγωνιστές της. Η στροφή της οικονομίας από τον δευτερογενή προς τον τριτογενή τομέα σε συνδυασμό με τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς που είναι ιδιαίτερα αυστηροί για τη βιομηχανία στην ΕΕ-28 δημιουργούν νέες προκλήσεις, αλλά και ευκαιρίες για την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Στις πιέσεις αυτές τα τελευταία χρόνια ήρθε να προστεθεί και η οικονομική κρίση που πλήττει τη μεταποίηση περισσότερο από άλλους τομείς της οικονομίας. Ο τρόπος που θα μπορέσει αυτή να ανταποκριθεί στις νέες αυτές απαιτητικές συνθήκες θα έχει σοβαρό αντίκτυπο στην οικονομία, την κοινωνία και το φυσικό περιβάλλον και θα επηρεάσει την πορεία ολόκληρης της ευρωπαϊκής οικονομίας προς τη βιώσιμη ανάπτυξη.Το αντικείμενο της παρούσας διατριβής είναι η αναλυτική διερεύνηση και ερμηνεία της εξέλιξης του τομέα της μεταποίησης των χωρών της ΕΕ-28 και ειδικότερα της Ελλάδας εστιάζοντας στις οικονομικές, περιβαλλοντικές και κοινωνικές τους επιδόσεις και στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Συγκεκριμένα, αναπτύσσεται ένα συνεκτικό μεθοδολογικό πλαίσιο για την ταξινόμηση και την ερμηνεία της εξέλιξης του συνόλου της μεταποίησης και των επιμέρους κλάδων με βάση τις επιδόσεις τους και στις τρεις διαστάσεις της βιώσιμης ανάπτυξης, οι οποίες εκφράζονται μέσα από το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν μίας χώρας ή την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία ενός κλάδου, τις εκπομπές CO2 και τον αριθμό των απασχολούμενων. Η μεθοδολογική προσέγγιση που αναπτύχθηκε περιλαμβάνει δύο στάδια, αυτό της αποσύνδεσης και αυτό της αποδόμησης. Η χρονική περίοδος που εξετάζεται είναι από το 2000 έως το 2013, ενώ για να διαπιστωθεί η επίδραση της οικονομικής κρίσης χωρίζεται σε δύο διαστήματα, το 2000-2007 και το 2007-2013.Από την εφαρμογή του μεθοδολογικού εργαλείου προκύπτει ότι οι αντιδράσεις στις σύγχρονες προκλήσεις δεν είναι όμοιες σε όλους τους κλάδους, ενώ σημαντικές διαφοροποιήσεις σημειώνονται και μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών. Ωστόσο διακρίνονται κάποιοι κλάδοι που καταφέρνουν στις περισσότερες χώρες να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις προκλήσεις διατηρώντας μία ηγετική θέση στην παγκόσμια αγορά. Μεταξύ αυτών είναι ο κλάδος των Τροφίμων, Ποτών και προϊόντων Καπνού και αυτός της Χημικής και Φαρμακευτικής βιομηχανίας, οι οποίοι εξετάζονται στην παρούσα διατριβή σε μεγαλύτερο βάθος. Στον αντίποδα βρίσκονται οι κλάδοι της κλωστοϋφαντουργίας και των μη μεταλλικών ορυκτών προϊόντων που παρουσιάζουν σημαντική υποχώρηση.Στο πρώτο στάδιο της ανάλυσης οι χώρες και οι κλάδοι κατατάσσονται σε διακριτές κατηγορίες με βάση το βαθμό αποσύνδεσης της οικονομικής δραστηριότητας από το ύψος των εκπομπών και την απασχόληση. Ειδικότερα, προκύπτει ότι στο σύνολο της οικονομίας καταγράφεται μία σαφής αποσύνδεση των εκπομπών CO2, ενώ η αποσύνδεση της απασχόλησης είναι πιο περιορισμένη, καθώς οι εξελίξεις των τελευταίων ετών δεν συνεπάγονται απαραίτητα αύξηση της απώλειας θέσεων εργασίας, αλλά μάλλον μετατόπιση της απασχόλησης από τον δευτερογενή προς τον τριτογενή τομέα. Σε ό,τι αφορά στην αποσύνδεση των εκπομπών κατά την πρώτη περίοδο παρατηρείται ότι τόσο στο σύνολο της οικονομίας όσο και στη μεταποίηση δεν συνεπάγεται απόλυτη μείωση εκπομπών, αλλά περιορισμό του ρυθμού αύξησης σε πολλές από τις εξεταζόμενες χώρες. Τούτο φανερώνει ότι οι οικονομίες της ΕΕ-28 στο σύνολο τους δεν αξιοποίησαν στο έπακρον την περίοδο της οικονομικής ευημερίας για την εφαρμογή μέτρων και πρακτικών ενάντια στην κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, την περίοδο της έναρξης της οικονομικής κρίσης, η οποία συμπίπτει με την πρώτη περίοδο ανάληψης υποχρεώσεων των κρατών για μείωση των εκπομπών CO2 σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κιότο, οι ευρωπαϊκές χώρες φάνηκε ότι έδρασαν αποτελεσματικότερα προς τον περιορισμό των εκπομπών.Για το δεύτερο στάδιο της μεθοδολογικής προσέγγισης αναπτύχθηκαν δύο διαφορετικά μοντέλα αποδόμησης – ονομάζονται Μοντέλο Ι και Μοντέλο ΙΙ – και εφαρμόστηκαν για την αποδόμηση των εκπομπών CO2 και της απασχόλησης. Το Μοντέλο Ι ακολουθεί τα πρότυπα άλλων ερευνών που εντοπίζονται στη διεθνή βιβλιογραφία, ενώ το Μοντέλο ΙΙ προέκυψε ως προϊόν της προόδου της διατριβής και της ανάγκης για μία πληρέστερη κατανόηση των κινητήριων δυνάμεων που καθορίζουν την εξέλιξη των περιβαλλοντικών και κοινωνικών επιδόσεων της μεταποίησης. Η βασική διαφορά τους είναι ότι στο Μοντέλο Ι οι προσδιοριστικοί παράγοντες που σχετίζονται με την οικονομική εξέλιξη αφορούν μόνο τα γενικά χαρακτηριστικά της δομής του παραγωγικού συστήματος, ενώ στο Μοντέλο ΙΙ συμπεριλαμβάνονται και παράγοντες που αντανακλούν την αναδιάρθρωση της παραγωγικής αλυσίδας και πιθανές μετατοπίσεις παραγωγικών δραστηριοτήτων, τον αυξανόμενο ρόλο του διεθνούς εμπορίου, αλλά και διαφοροποιήσεις των καταναλωτικών προτύπων.Τα αποτελέσματα από την εφαρμογή του Μοντέλου Ι στο επίπεδο της οικονομίας και της μεταποίησης επιβεβαιώνουν την προφανή σχέση μεταξύ των τριών μεγεθών. Η εφαρμογή του Μοντέλου ΙΙ στους υπόλοιπους μεταποιητικούς κλάδους ανέδειξε σημαντικές πτυχές της σύγχρονης πραγματικότητας και την επίδραση της παγκοσμιοποίησης στη μεταποιητική βιομηχανία, οι οποίες δεν φωτίζονται από το συμβατικό μοντέλο αποδόμησης (Μοντέλο Ι). Οι χώρες που φαίνεται να αντιμετωπίζουν με μεγαλύτερη επιτυχία τις πιέσεις είναι κυρίως εκείνες που έχουν μία πιο ισχυρή βιομηχανική παράδοση. Στις χώρες αυτές γίνονται διακριτά κάποια πρότυπα βιομηχανικής συμπεριφοράς που διαφοροποιούνται με όμοιο τρόπο πριν και μετά την κρίση. Σε σύγκριση με τις άλλες χώρες η Ελλάδα εμφανίζει σημαντική υστέρηση στην παρακολούθηση των τάσεων που επικράτησαν στην Ευρώπη. Τέλος, συμπεραίνεται ότι το μεθοδολογικό πλαίσιο που αναπτύχθηκε στην παρούσα διατριβή αποτελεί ένα χρήσιμο αναλυτικό και ερμηνευτικό εργαλείο για την κατανόηση της εξέλιξης δεικτών βιώσιμης ανάπτυξης. Επομένως, καθίσταται κατάλληλη για χρήση σε άλλες μελέτες έπειτα από την απαραίτητη διαμόρφωση και προσαρμογή.