
Επιφανίου Κύπρου «Πανάριον»
Author(s) -
Ioannis-Gregorios Hadjiouraniou,
Ιωάννης-Γρηγόριος Χατζηουρανίου
Publication year - 2021
Language(s) - Uncategorized
Resource type - Dissertations/theses
DOI - 10.12681/eadd/39626
Subject(s) - computer science
Ὁ Ἅγιος Ἐπφάνιος, ἐπίσκοπος Κωνσταντίας τῆς νήσου Κύπρου καί συγγραφέας τοῦ «Παναρίου», γεννήθηκε άπό χριστιανούς γονεῖς περί τό 315 μ.Χ. στήν κοινότητα Βησανδούκη τῆς Ἐλευθερούπολης τῆς Παλαιστίνης. Σέ νεαρή ἡλικία μεταβαίνει γιά σπουδές στήν Αἴγυπτο, ὅπου βιώνει τήν ἀσκητική ζωή. Ἀργότερα ἐπέστρεψε στήν πατρίδα του, ἵδρυσε μονή, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καί ἔγινε ἡγούμενος τῆς μονῆς. Τήν περίοδο αὐτή ὁ Χριστιανικός κόσμος ταλαιπωρεῖται ἔντονα ἀπό αἱρέσεις, σχίσματα καί διάφορες ὁμάδες πού δροῦν ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ἤ παράλληλα με αὐτή. Ἡ φήμη τοῦ Ἐπιφανίου, λόγω τῆς εὐρυμάθειάς, τῆς γλωσσομάθειας καί κυρίως τῶν ἀγώνων του γιά προάσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τό 367 μ.Χ., ὅταν ἐπισκεπτόταν τήν Κύπρο, νά χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπος Κωνσταντίας, δηλ. ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου. Οἱ ἀγῶνες του γιά προάσπιση τῆς Ὀρθοδοξίας πολλοί: συγγραφή ἐπιστολῶν καί ἐκτενέστερων συγγραμμάτων, ταξίδια, διδασκαλία, κηρύγματα. Τό ἐνδιαφέρον του γιά τήν Ὀρθοδοξία ἦταν ἔντονο, γι’ αὐτό δεν κατάφερε νά ἀποφύγει συγκρούσεις ἀκόμη καί μέ ὀρθόδοξους ἐπισκόπους. Ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος ἀπεβίωσε τό 403 μ.Χ., κατά τή διάρκεια τῆς ἐπιστροφῆς του ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου εἶχε μεταβεῖ σέ μιά προσπάθεια νά ἐπιτύχει τήν καταδίκη τῆς διδασκαλίας τοῦ Ὠριγένη.Πολλοί ἀπευθύνονταν στόν Ἅγιο Ἐπιφάνιο γιά συμβουλές καί κείμενα κατά τῶν αἱρέσεων. Τά δύο ἐκτενέστερα ἐναντίον τῶν αἱρέσεων συγγράμματά του εἶναι ὁ Ἀγκυρωτός (εἶδος σύντομης Δογματικῆς, ἰδίως ὅσον ἀφορᾶ τήν Ἁγία Τριάδα) καί τό Πανάριον, ὅπου ἀσχολεῖται μέ τίς μέχρι τότε γνωστές αἱρέσεις, στίς ὁποῖες περιλαμβάνει καί τά σχίσματα, ἀλλά καί τόν βαρβαρισμό, τό Σκυθισμό, τόν Ἰουδαϊσμό καί τόν Ἑλληνισμό, δηλαδή τέσσερις ἱστορικές περιόδους προ Χριστοῦ. Ἔτσι, ὁ ἀριθμός τῶν αἱρέσεων φθάνει τις ὀγδόντα, ὅσες καί οἱ παλλακίδες πού ἀναφέρει τό Ἅσμα Ἁσμάτων (6,7), ἐνῶ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ μία καί μοναδική βασίλισσα. Οἱ ὀγδόντα αἱρέσεις (εἴκοσι προχριστιανικές καί ἑξήντα μετά Χριστόν) κατανέμονται στούς ἑπτά τόμους, στούς ὁποίους διαιροῦνται τά τρία βιβλία τοῦ Παναρίου. Γιά κάθε αἵρεση ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος ὡς ἄνθρωπος ποικίλων ἐνδιαφερόντων καί πολυσυλλεκτικός, καταγράφει πληροφορίες πού ἔχει ἀπό ἰδίαν ἀντίληψη μαρτυρίες αἱρετικῶν καί ἄλλων, συγγράμματα τῶν αἱρετικῶν ἀλλά καί προγενέστερων πατέρων καί ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν καί μή συγγραφέων καί άπόκρυφα κείμενα. Ἡ ἐξεύρεση πληροφοριῶν δέν ἦταν εὔκολη ὑπόθεση, γιατί κάποιες ἀπό αὐτές τίς αἱρέσεις εἶχαν ἤδη ἐκλείψει κατά τήν περίοδο πού συγγράφει τό Πανάριον. Ἔτσι, γιά κάθε αἵρεση δίνει πληροφορίες γιά τίς δοξασίες της, ποῦ ἔχει ὀπαδούς, στίς πλεῖστες περιπτώσεις ποιός εἶναι ὁ ἡγέτης της καί τυχόν βιογραφικά στοιχεῖα του ἡ γνωστά στελέχη της.Ἡ περιγραφή εἶναι ἐκτενέστερη γιά αἱρέσεις σύγχρονες τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου (π.χ. ἀρειανισμός) ἤ πού προκαλοῦν τό ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον του, γιατί τά συγράμματά τους ἐξακολουθοῦν νά χρησιμοποιοῦνται (ὠριγενιστικές ὁμάδες). Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον προκαλεῖ μέ τίς ἀπόψεις του γιά τή συγγένεια καί τή σχέση κάποιον αἱρέσεων (προέλευση, έξέλιξη κ.ἄ.). Ὅπως ἀναφέρει ὁ ἴδιος, γιά κάποιες δοξασίες τῶν αἱρέσεων κρίνει ἀνάξιο νά δώσει ἀπάντηση. Γιά τίς ὑπόλοιπες δοξασίες δίνει σύντομη ἤ ἐκτενῆ ἀπάντηση, συχνά χρησιμοποιώντας σύντομα ἤ ἐκτενῆ συμπεράσματα ἀπό προγενέστερους ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, ὅπως ὁ Ἱππόλυτος Ρώμης, ὁ Εἰρηναῖος Λυῶνος, ὁ Μεθόδιος Ὀλύμπου κ.ἄ. Ἐπειδή οὐσιαστικά οἱ αἱρέσεις ἀμφισβητοῦν κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος χρησιμοποιεῖ τήν Παλαιά Διαθήκη καί ἰδιαίτερα την Καινή Διαθήκη, γιά νά ἀνατρέψει τίς δοξασίες τους. Ἡ σύγχρονη ἔρευνα δείχνει ὅτι εἶχε ὑπόψη του κείμενα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων, ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων (καί μάλιστα τῶν ἀντιρρητικῶν πού ἔγραψαν ἐναντίον τῶν αἱρέσεων), ἀλλά καί τῶν Ἰουδαίων καί ἄλλων λαῶν τῆς περιοχῆς. Τό μικρό ἤ μεγάλο ἐνδιαφέρον πού προκαλοῦσε μιά αἵρεση καί τό πλῆθος τῶν στοιχείων πού εἶχε καθόρισαν καί τό μέγεθος τοῦ κειμένου πού ἔγραψε γι’ αὐτή. Κάποια ἀπό τά στοιχεῖα πού καταγράφει δέν εἶχαν ἐλεγχθεῖ ἱκανοποιητικά καί αὐτό κυρίως λόγω ἀντικειμενικῶν δυσκολιῶν γιά ἔλεγχο τήν ἐποχή του.Τῆς περιγραφῆς τῶν αἱρέσεων προηγεῖται ἡ ἐπιστολή πού ἔστειλαν δύο ἡγούμενοι ἀπό τήν περιοχή τῆς Κοίλης Συρίας πρός τόν Ἅγιο Ἐπιφάνιο, ζητώντας ἀπό αὐτόν νά τούς στείλει κείμενο σχετικό μέ τίς αἱρέσεις, καθώς καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου σ’ αὐτούς (Προοίμιο α΄). Στήν ἀπάντησή του ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος ἐξηγεῖ γιατί χρησιμοποιεῖ τό ὄνομα Πανάριον γιά τό σύγγραμά του: εἶναι κιβώτιο μέ φάρμακα γιά θεραπεία αὐτῶν πού προσβάλλονται ἀπό τίς αἱρέσεις. Ἡ ἐπιστολή γράφτηκε μετά τήν ἐγκαθίδρυση τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου ὡς ἐπισκόπου Κωνσταντίας. Τό γεγονός ὅτι ὑπάρχει δεύτερο Προοίμιο (Προοίμιο β΄) δείχνει ὅτι προϋπῆρχε τῆς Ἐπιστολῆς τῶν δύο ἡγουμένων σχετικό κείμενο τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου. Τό Πανάριον πῆρε τή μορφή του στά πρῶτα χρόνια τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου στήν Κύπρο, πιθανῶς τήν περίοδο 374-377 μ.Χ. Τό κείμενο τοῦ Παναρίου τελειώνει μέ τό Λόγο Περί Πίστεως, στόν ὁποῖο, μεταξύ ἄλλων, δίνει καί ὁδηγίες γιά θέματα τῆς καθημερινῆς ζωῆς.Τό Πανάριον εἶναι ἕνα ἀντιρρητικό ἔργο, μέ τό ὁποῖο ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος προσπάθησε νά ἀντιμετωπίσει τήν κρίση πού προκαλούσαν στήν Ἐκκλησία οἱ ποικίλες αἱρέσεις, ἀλλά καί νά οἰκοδομήσει πνευματικά τούς πιστούς. Ἡ μορφή τοῦ κειμένου τοῦ Παναρίου δείχνει ὅτι σημαντικό μέρος του εἶχε τή μορφή ὁμιλιῶν τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου πρός τό ποίμνιό του. Μέ τά συγγράμματά του ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος ἀναδεικνύεται στόν μεγαλύτερο ἀντιρρητικό συγγραφέα τοῦ 4ου μ.Χ. αἰῶνα.Σέ ἑπτά μέρη τοῦ Παναρίου ὑπάρχουν «Ἀνακεφαλαιώσεις», δηλαδή περιλήψεις τοῦ κειμένου τῶν ὀγδόντα αἱρέσεων. Ἡ σύγχρονη ἔρευνα δέχεται ὅτι δέν προέρχονται ἀπό τή γραφίδα τοῦ Ἁγίου Ἐπιφανίου ἀλλά ἀπό τό ἄμεσο περιβάλλον του.Ἡ σημασία τοῦ Παναρίου εἶναι πολύ μεγάλη, γιατί;α. Δίνει πολλές πληροφορίες γιά τίς αἱρέσεις καί τό πολιτιστικό καί γενικά τό περιβάλλον τῆς ἐποχῆς πού γράφει. Εἶναι ἐνδεικτικό ὅτι ἀναφέρει δεκάδες ὀνόματα συγγραμμάτων πού χρησιμοποιοῦσαν οἱ αἱρετικοί καί κάποτε ποιά ἀπό αὐτά χρησιμοποιοῦσαν περισσότερες ἀπό μία αἱρέσεις καί ποιές. Ἡ ἀνακάλυψη τῶν χειρογράφων τοῦ Nag Hammadi στήν Αἴγυπτο τό 1946 ἐπιβεβαίωσε τήν ὕπαρξη ἀρκετῶν ἀπό τά συγγράμματα αὐτά. β. Περιέχει ἀποσπάσματα ἤ ὁλόκληρα ἔργα τοῦ ἰδίου τοῦ Ἐπιφανίου, ἄλλων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, ἀλλά καί αἱρετικῶν καί ἀπόκρυφα, διασώζοντας κάποια ἀπό αὐτά.γ. Μέ τίς «Παρεκβάσεις» πού περιέχει δίνει πάρα πολλές πληροφορίες γιά τίς γνώσεις καί τίς ἀντιλήψεις τῆς ἐποχῆς του καί ἀρκετά ἱστορικά στοιχεῖα. δ. Δίνει πληροφορίες γιά τούς τρόπους ἀντιμετώπισης τῶν αἱρέσεων, τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας καί τῶν σχέσεων τῶν Χριστιανῶν μεταξύ τους καί μέ τόν κοινωνικό περίγυρό τους.Ὁ βίος καί ἡ ὅλη δράση του Ἁγίου Ἐπιφανίου τόν κατέταξε στή χορεία τῶν Ἁγίων.Τό Πανάριον ἀπετέλεσε πηγή γιά τούς μεταγενέστερους ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς, ὡς ἕνα ἔργο πού προβάλλει τήν Ἁγία Γραφή καί τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἀγαπήθηκε καί χρησιμοποιήθηκε πολύ.Τό Πανάριον γνώρισε ἀρκετές ἐκδόσεις, μέ πιό συστηματικές αὐτές ἀπό τή δεκαετία τοῦ 1860. Ἀρκετές μελέτες ἔγιναν καί γίνονται γιά διάφορα μέρη τοῦ Παναρίου, ἐνῶ ἔγιναν καί οἱ πρῶτες μεταφράσεις ὁλόκληρου τοῦ ἔργου σέ εὐρωπαϊκές γλῶσσες.Ἡ παροῦσα ἐργασία ἔρχεται νά συμπληρώσει ἕνα κενό πού ὑπῆρχε στήν ἔρευνα γιά τό Πανάριον: νά μελετήσει τίς πηγές τοῦ ἔργου καί τούς πικοίλους τρόπους πού τίς χρησιμοποίησε ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος γιά τή συγγραφή του.