
Μελέτη των συσσωματωμάτων αιμοπεταλίων - μονοκυττάρων στην ιδιοπαθή αρτηριακή υπέρταση
Author(s) -
Eleni Gavriilaki,
Ελένη Γαβριηλάκη
Publication year - 2021
Language(s) - Slovenian
Resource type - Dissertations/theses
DOI - 10.12681/eadd/38191
Subject(s) - psychology
Η ιδιοπαθής αρτηριακή υπέρταση χαρακτηρίζεται από αυξημένη συχνότητα θρομβωτικών επεισοδίων, για την οποία ενοχοποιείται πλειάδα παραγόντων: η ενδοθηλιακή δυσλειτουργία, η κλινικά ανιχνεύσιμη αθροσκλήρωση, η αυξημένη δραστηριότητα του συμπαθητικού νευρικού συστήματος (ΣΝΣ) και του συστήματος ρενίνης-αγγειοτενσίνης-αλδοστερόνης (ΣΡΑ), διαταραχές στο μηχανισμό πήξης και ινωδόλυσης και αυξημένη αιμοπεταλιακή ενεργοποίηση. Τα αιμοπετάλια όταν ενεργοποιούνται σχηματίζουν συσσωματώματα μεταξύ τους, αλλά και με τα μονοκύτταρα (monocyte–platelet aggregates/MPA). Τα επίπεδα κυκλοφορούντων MPA θεωρούνται ο πλέον ευαίσθητος και ακριβής δείκτης αιμοπεταλιακής ενεργοποίησης. Σκοπό της παρούσας μελέτης αποτέλεσε η διερεύνηση της θρομβωτικής τάσης και των παραγόντων που σχετίζονται με την εμφάνισή της από τα πρώιμα στάδια της ιδιοπαθούς αρτηριακής υπέρτασης. Για το σκοπό αυτό στην ομάδα των ασθενών επιλέχθηκαν νεοδιαγνωσθέντες ασθενείς με ΙΑΥ χωρίς συνοδά νοσήματα και χωρίς αγωγή (UH), ενώ η ομάδα των εθελοντών συνεστήθη από υγιείς νορμοτασικούς εθελοντές (NT). Η οξεία έντονη άσκηση (πρωτόκολλο Bruce) επιλέχθηκε ως μέσο οξείας αύξησης της αρτηριακής πίεσης. Τα επίπεδα MPA μελετήθηκαν με τη μέθοδο της κυτταρομετρίας ροής στις δύο ομάδες, τόσο σε ηρεμία όσο και μετά από οξεία έντονη άσκηση. Ακόμη, προς διερεύνηση της παθοφυσιολογίας των μεταβολών των MPA προσδιορίστηκαν στις ίδιες χρονικές στιγμές τα επίπεδα της αιμοπεταλιακής P-σελεκτίνης (P-selectin) με κυτταρομετρία ροής και αντιπροσωπευτικοί δείκτες πήξης και ινωδόλυσης (thrombin-antithrombin complex/ΤΑΤ και plasminogen activator inhibitor-1/PAI-1) με ανοσοενζυμική μέθοδο ELISA. Η μεταβολή των δεικτών επανεκτιμήθηκε μετά τη λήψη τρίμηνης αντιυπερτασικής αγωγής με ανταγωνιστή του ΣΡΑ. Ακολούθως, διερευνήθηκε η ύπαρξη πρώιμης αθηροσκλήρωσης, ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας και αορτικής σκληρίας σε συνθήκες ηρεμίας και μετά από οξεία αύξηση αρτηριακής πίεσης για τους δείκτες που αυτό ήταν εφικτό. Για την ανίχνευση της πρώιμης αθηροσκλήρωσης μετρήθηκε το πάχος έσω-μέσου χιτώνα της κοινής καρωτίδας αρτηρίας (CIMT) με τη χρήση υπερήχων και της ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας με τα επίπεδα ασσύμετρης διμεθυλαργινίνης (ADMA) ορού με ELISA. Η αορτική σκληρία εκτιμήθηκε με τη μετρηση της ταχύτητας του αορτικού σφυγμικού κύματος (PWV) χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της τονομετρίας, ενώ ως δείκτες που επηρεάζουν την αορτική σκληρία μετρήθηκαν η υψηλής ευαισθησίας C-αντιδρώσα πρωτεΐνη (hsCRP) και η καρδιοτροφίνη-1 με ανοσοενζυμική μέθοδο ELISA.Μελετήθηκαν 30 UH και 15 NT χωρίς σημαντικές διαφορές στα δημογραφικά, κλινικά και βιοχημικά χαρακτηριστικά τους πέρα από τα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης. Όλοι οι συμμετέχοντες ολοκληρωσαν τη δοκιμασία κόπωσης επιτυγχάνοντας επίπεδα οξείας έντονης άσκησης. Συνολικά, 17 ασθενείς έλαβαν αντιυπερτασική αγωγή με ανταγωνιστή των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης-ΙΙ (βαλσαρτάνη 160 mg) και επανεκτιμήθηκαν μετά από την πάροδο τριών μηνών. Οι ασθενείς που έλαβαν αγωγή δεν παρουσίασαν στατιστικά σημαντική διαφορά ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά σε σύγκριση με όσους δεν έλαβαν αγωγή. Στους ασθενείς υπό αγωγή επιτεύχθηκε ικανοποιητική ρύθμιση αρτηριακής πίεσης.Όσον αφορά στη μελέτη των κυκλοφορούντων MPA, οι υπερτασικοί ασθενείς χωρίς θεραπεία εμφάνισαν στατιστικά σημαντική αύξηση των επιπέδων MPA στη μέγιστη άσκηση (p<0,001), τα οποία παρέμειναν αυξημένα 10 και 30 λεπτά μετά τη μέγιστη άσκηση (p<0,001 και p=0,002 αντίστοιχα) σε σχέση με τα επίπεδα ηρεμίας. Αντίθετα, οι νορμοτασικοί παρουσίασαν σημαντική αύξηση των MPA μόνο μέχρι το τέλος της περιόδου αποκατάστασης (10 λεπτά μετά τη μέγιστη άσκηση, p=0,046). Μεταξύ των δύο ομάδων, οι υπερτασικοί ασθενείς παρουσίασαν στατιστικά σημαντικά υψηλότερα επίπεδα MPA τόσο κατά τη μέγιστη άσκηση, όσο και 10 και 30 λεπτά αργότερα (p=0,035, p=0,020 και p=0,016). Στους υπερτασικούς ασθενείς υπό αγωγή τα επίπεδα των MPA αυξήθηκαν σημαντικά μόνο 10 λεπτά μετά τη μέγιστη άσκηση σε σύγκριση με τα επίπεδα ηρεμίας (p=0,010) και βρέθηκαν συγκρίσιμα με τα επίπεδα των υγιών εθελοντών. Ακόμη, μελετήθηκαν και τα επίπεδα αιμοπεταλιακής P-σελεκτίνης, που δεν εμφάνισαν σημαντική διαφορά μεταξύ UH και ΝΤ. Μετά την οξεία έντονη άσκηση παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση της P-σελεκτίνης σε σύγκριση με τα επίπεδα ηρεμίας και στις δύο ομάδες. Μετά την τρίμηνη αγωγή, οι υπερτασικοί ασθενείς υπό θεραπεία εμφάνισαν σημαντική μείωση της P-σελεκτίνης σε σύγκριση με τα επίπεδα προ αγωγής.Πριν και μετά την οξεία έντονη άσκηση προσδιορίστηκαν και οι δείκτες του συστήματος πήξης και ινωδόλυσης, ΤΑΤ και PAI-1. Σημαντικά αυξημένα επίπεδα ΤΑΤ και PAI-1 βρέθηκαν στους UH έναντι των ΝΤ σε ηρεμία (p=0,018 και p=0,030 αντίστοιχα), κατά τη μέγιστη άσκηση (p=0,028 και p=0,024) και 30 λεπτά αργότερα (p=0,030 και p=0,042). Κατά τη μέγιστη άσκηση οι υπερτασικοί ασθενείς εμφάνισαν σημαντική αύξηση τόσο των ΤΑΤ όσο και του PAI-1, σε σύγκριση με τα επίπεδα ηρεμίας (p=0,030 και p=0,036). Αντίθετα, στους νορμοτασικούς εθελοντές στατιστικά σημαντική αύξηση παρατηρήθηκε μόνο στο σύμπλεγμα ΤΑΤ και μόνο κατά τη μέγιστη άσκηση σε σύγκριση με τα επίπεδα ηρεμίας. Οι υπερτασικοί ασθενείς υπό αγωγή παρουσίασαν ακόμη στατιστικά σημαντική ελάττωση των επιπέδων ΤΑΤ και PAI-1 σε όλα τα χρονικά σημεία σε σύγκριση με τα επίπεδα προ αγωγής (p=0,008, p=0,019, p=0,028 και p=0,017, p=0,020, p=0,022 αντίστοιχα).Στους ασθενείς που έγιναν αξιόπιστες μετρήσεις σε όλες τις χρονικές στιγμές μετρήθηκε ακόμη η μεταβολή της αορτικής σκληρίας (n=25 και n=15 για UH και NT αντίστοιχα). Οι UH εμφάνισαν στατιστιστικά σημαντικά αυξημένη aPWV σε σύγκριση με τους NT σε όλες τις χρονικές στιγμές (p<0,001). Στους υπερτασικούς ασθενείς παρατηρήθηκε στατιστικά σημαντική αύξηση της aPWV κατά τη μέγιστη άσκηση, που διατηρήθηκε ακόμη και 10 και 30 λεπτά αργότερα. Αντίθετα, δε βρέθηκαν σημαντικές μεταβολές της aPWV στην ομάδα των υγιών εθελοντών. Μετά την τρίμηνη αντιυπερτασική αγωγή παρατηρήθηκε σημαντική μείωση της aPWV σε όλες τις χρονικές στιγμές (p<0,001). Κατά τη διάρκεια της άσκησης των ασθενών υπό αγωγή, σημαντικά αυξημένη βρέθηκε η aPWV μόνο κατά τη μέγιστη άσκηση.Κατά τη διερεύνηση των υποκείμενων λειτουργικών και δομικών αγγειακών διαταραχών στον ίδιο πληθυσμό, τάση προς στατιστικά σημαντική αύξηση βρέθηκε για τα επίπεδα της καρδιοτροφίνης-1 και της ADMA στους UH έναντι των ΝΤ. Για αυτό το λόγο διευρύνθηκε ο πληθυσμός μελέτης με βάση τα ίδια κριτήρια εισόδου και αποκλεισμού. Έτσι, μελετήθηκαν 45 UH και 25 NT. Οι υπερτασικοί ασθενείς εμφάνισαν αυξημένο CIMT σε σύγκριση με τους νορμοτασικούς (0,62 ± 0,30 mm έναντι 0,49 ± 0,21 και 0,59 ± 0,2 mm έναντι 0,47 ± 0,08 για την αριστερά και δεξιά κοινή καρωτίδα αντίστοιχα, p<0,001), χωρίς όμως σημεία υποκλινικής αθηροσκλήρωσης. Επιπλέον, βρέθηκε στατιστικά σημαντική αύξηση των επιπέδων hsCRP (2,8 ± 1,2 σε UH έναντι 0,24 ± 0,6 mg/l σε ΝΤ, p<0,001), που στην πολυπαραγοντική ανάλυση συσχετίστηκαν σημαντικά με την κεντρική πίεση παλμού (β=0,309, p=0,007) και την aPWV (β=0,385, p=0,001). Ακόμη, τα επίπεδα της καρδιοτροφίνης-1 βρέθηκαν σημαντικά αυξημένα (542,03 ± 340,32 pg/ml) στους UH έναντι 306,61 ± 187,5 στους ΝΤ (p<0,001). H κεντρική συστολική και διαστολική αρητριακή πίεση εμφάνισαν σημαντική και ανεξάρτητη συσχέτιση με τα επίπεδα της καρδιοτροφίνης-1 (β = 0,421; p = 0,04 και β=0,728; p=0,02), μετά από διόρθωση για τη συστολική και διαστολική αρτηριακή πίεση ημέρας, την aPWV και τη hsCRP. Tέλος, οι υπερτασικοί χωρίς θεραπεία εμφάνισαν σημαντικά αυξημένα επίπεδα ADMA (0,91 ± 0,3 σε UH έναντι 0,53 ± 0,3 μmol/l σε ΝΤ, p=0,039), που συσχετίστηκαν σημαντικά με τα επίπεδα της συστολικής αρτηριακής πίεσης ιατρείου (r=0,276, p=0,042), τα επίπεδα aPWV (r=0,421, p=0,031) και τα επίπεδα της hsCRP (r=0,582, p=0,039). Ακόμη, σημαντική συσχέτιση βρέθηκε και μεταξύ της ADMA και των μέγιστων επιπέδων MPA, που παρατηρήθηκαν 10 λεπτά μετά την οξεία έντονη άσκηση (r=0,324, p=0,047). Συμπερασματικά, νεαροί νεοδιαγνωσμένοι ασθενείς με ιδιοπαθή αρτηριακή υπέρταση χωρίς θεραπεία και χωρίς κλινικά ανιχνεύσιμη αθηροσκλήρωση εμφάνισαν παρατεταμένη και αυξημένη ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων και του συστήματος πήξης με συνοδό διαταραγμένη ινωδολυτική δραστηριότητα μετά από οξεία αύξηση της αρτηριακής πίεσης που προκλήθηκε μετά από οξεία έντονη άσκηση. Ακόμη, στους υπερτασικούς ασθενείς παρατηρήθηκε ταυτόχρονα σημαντική και παρατεταμένη επιδείνωση της αορτικής σκληρίας με την οξεία αύξηση της ΑΠ. Αντίθετα, στους υγιείς εθελοντές παρατηρήθηκε μειωμένης έντασης και διάρκειας ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων και του συστήματος πήξης χωρίς διαταραχές ινωδόλυσης και μεταβολή της αορτικής σκληρίας. Επιπλέον, η τρίμηνη αντιυπερτασική αγωγή με ανταγωνιστή των υποδοχέων της αγγειοτενσίνης-ΙΙ είχε ως αποτέλεσμα τη σημαντική μείωση της ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων και του συστήματος πήξης, την ενίσχυση της ινωδόλυσης και την επάνοδο της απόκρισης της αορτικής σκληρίας σε επίπεδα αντίστοιχα με αυτά των υγιών εθελοντών. Κατά τη διερεύνηση των υποκείμενων λειτουργικών και δομικών αγγειακών διαταραχών στους υπερτασικούς ασθενείς, σημαντικός αποδείχθηκε ο ρόλος των hsCRP, καρδιοτροφίνης-1 και ADMA. Οι δείκτες αυτοί βρέθηκαν σημαντικά αυξημένοι στους υπερτασικούς ασθενείς και συσχετίστηκαν με δείκτες αορτικής σκληρίας.