Open Access
The reconstruction of an Iznik tile panel, Benaki Museum Islamic Art Collection
Author(s) -
Yanna Dogani,
Amerimni Galanou
Publication year - 2018
Publication title -
periodiko mouseio mpenakī/mouseio mpenakī
Language(s) - Polish
Resource type - Journals
eISSN - 2407-9502
pISSN - 1109-4109
DOI - 10.12681/benaki.18261
Subject(s) - tile , art , visual arts
Ο εντυπωσιακός πίνακας (3,40 χ 1,014 μ.) που δεσπόζει στον δυτικό τοίχο της 4ης αίθουσας του Μουσείου Ισλαμικών Τεχνών και αποτελείται από 33 ορθογώνια (3 χ 11) πλακίδια, αποκαταστάθηκε πρόσφατα με τη συνένωση εννέα πλακιδίων του Μουσείου Μπενάκη και 15 πλακιδίων που διατίθενται από τις συλλογές του Μουσείου Calouste Gulbenkian της Λισσαβόνας. Τα πλακίδια προέρχονται από τον διαμελισμό δίδυμων πινάκων, που ακολούθησε την καταστροφή του σουλτανικού ανακτόρου της Edirne (Αδριανοΰπολη) κατά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο. Η ευκαιρία για την ανασύσταση του πίνακα δόθηκε μέσα από την καρποφόρα συνεργασία με τον ιστορικό τέχνης W. Β. Denny, ο οποίος εντόπισε τα διάσπαρτα τμήματα του πίνακα σε σημαντικές μουσειακές συλλογές του εξωτερικού. Η κατασκευή του πίνακα τοποθετείται στην περίοδο των μεγάλων καλλιτεχνικών και τεχνολογικών καινοτομιών, που οδήγησαν, από τα μέσα του 16ου έως τις αρχές του 17ου αιώνα, την κεραμική πα'ραγωγή του Iznik (Νίκαια) στο απόγειο της, με τη φήμη της να ξεπερνά τα όρια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα κεραμικά αυτά, που διακοσμούνται με στυλιζαρισμένα άνθινα και φυτικά θέματα, χαρακτηρίζονται από τον πλούτο και την πολυπλοκότητα των σχεδίων τους, τα απαστράπτοντα χρώματα και τη διαφάνεια της εφυάλωσής τους. Μολονότι από συνθετική άποψη, η άνθινη σύνθεση του πίνακα εντάσσεται στο πλαίσιο που υπαγορεύεται από την περί Παραδείσου μουσουλμανική θεώρηση, η παράσταση είναι ασυνήθιστη, καθώς αναπτύσσεται σε τρία μέρη παραπέμποντας σε κάποιο αρχιτεκτόνημα με αψίδα στη βάση, άνθινο επαναλαμβανόμενο θέμα στον κυρίως κορμό και θόλο στο κλείσιμο. Όπως έδειξε η εξέταση θραυσμάτων του πίνακα στο στερεομικροσκόπιο (Nikon SMZ800 20-63Χ) και η ανάλυση δειγμάτων του από την εφυάλωση και τις χρωστικές στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο (Philips XL 30 ESEM), αναγνωρίζονται τα βασικά τεχνολογικά χαρακτηριστικά της κεραμικής αυτής, με τη διακόσμηση να βρίσκεται ανάμεσα στο διαυγές μολυβδούχο στρώμα της εφυάλωσης και ενός κεραμικού σώματος πλούσιου σε γαλαζία. Στον λευκό κάμπο του πίνακα επικρατούν το μπλε του κοβαλτίου, το κοραλλί κόκκινο με το χαρακτηριστικό εξέχον ανάγλυφο, το σμαραγδί πράσινο, το μαύρο στα περιθώρια των σχεδίων και το μωβ στη διακόσμηση της βάσης. Οι βαφές αυτές που παρήχθησαν από συγκεκριμένες ορυκτές ουσίες, είναι επίσης χαρακτηριστικές της περιόδου αυτής, με το μαγγανιούχο μωβ να περιορίζει το χρονικό πλαίσιο της κατασκευής του πίνακα ανάμεσα στις δεκαετίες 1550 και 1580. Το έργο της επανένωσης των τμημάτων που απαρτίζουν τον πίνακα βασίστηκε στη αναγνώριση των επιμέρους τμημάτων του και στην κατανόηση της εσωτερικής δομής της σύνθεσης, ενώ η αποκατάσταση του έγινε με γνώμονα τη ανάδειξη της αισθητικής και της καλλιτεχνικής του αξίας. Κατά την ανασύσταση του πίνακα, περιελήφθη ο μεγαλύτερος αριθμός των σωζόμενων πλακιδίων στα μουσεία Μπενάκη και Gulbenkian. Οι αναγκαίες συμπληρώσεις έγιναν με φειδώ, αποφεύγοντας τις εκτεταμένες συμπληρώσεις, οι οποίες, αν και θα οδηγούσαν στην ολοκλήρωση του πίνακα, με την επικράτηση των νέων συμπληρωμάτων, θα υποβάθμιζαν την αξία της αυθεντικότητας. Τόσο τα συντηρημένα πλακίδια, όσο και τα νέα συμπληρώματα συνενώθηκαν σε επτά ανεξάρτητους πίνακες που προσαρτήθηκαν στον τοίχο με μία αρθρωτή κατασκευή, παρέχοντας τη δυνατότητα αποσυναρμολόγησης, με την ελάχιστη επιβάρυνστι στα αυθεντικά πλακίδια. Με τον τρόπο αυτό, η εντυπωσιακή σύνθεση παρουσιάζεται με ενιαία μορφή, χωρίς δυσάρεστες ασυνέχειες, σε έναν χώρο που περιέχει σπάνια έργα μικροτεχνίας, ξυλογλυπτικής αργυροχρυσοχοΐας καθώς και τα περίφημα υφάσματα από την Προύσα (Bursa) που καλύπτουν την περίοδο από τον 16ο έως τον 19ο αιώνα, περίοδο ακμής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των άλλων μεγάλων ισλαμικών αυτοκρατοριών.