Open Access
Late Mamluk metalwork in the Benaki Museum
Author(s) -
Maria Sardi
Publication year - 2018
Publication title -
periodiko mouseio mpenakī/mouseio mpenakī
Language(s) - Uncategorized
Resource type - Journals
eISSN - 2407-9502
pISSN - 1109-4109
DOI - 10.12681/benaki.18243
Subject(s) - mamluk , art , ancient history , history
H μεταλλοτεχνία υπήρξε στο παρελθόν και συνεχίζει να είναι μία από τις πιο δημοφιλείς τέχνες του ισλαμικού κόσμου. Το παρόν άρθρο εξετάζει μία σειρά μεταλλικών αντικειμένων της Ισλαμικής Συλλογής του Μουσείου Μπενάκη, τα οποία αποδίδονται στην καλλιτεχνική παραγωγή της Αιγύπτου των τελών του 15ου και των αρχών του 16ου αιώνα, στην επονομαζόμενη ύστερη περίοδο της ηγεμονίας των Μαμελούκων Σουλτάνων. Οι Μαμελοΰκοι, στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από σκλάβους τουρκικής καταγωγής, διαδέχθηκαν τους Αγιουβίδες στην ηγεσία της Αιγύπτου, της Συρίας και των ιερών τόπων του Ισλάμ από τα μέσα του 13ου αιώνα, αναδεικνύοντας τη νέα πρωτεύουσα της χώρας, το Κάιρο, σε μητρόπολη των τεχνών. Η εποχή των Μαμελουκων διακρίνεται σε δυο φάσεις. Η πρώτη είναι γνωστή ως η περίοδος των Μπάχρι Μαμελουκων (125 ΟΙ 382) και συχνά ταυτίζεται με το απόγειο της δύναμης τους· ενώ η δεύτερη, στην οποία κυριαρχούν οι Κιρκάσιοι ή Μπούρτζι Μαμελουκοι, καλύπτει τα έτη από το 1382 έως το 1517. Οι Μαμελουκοι χάρη στις στρατιωτικές τους ικανότητες υπήρξαν οι μόνοι ηγέτες του ισλαμικού κόσμου που κατάφεραν να αναχαιτίσουν την επέλαση των Μογγόλων σε ολόκληρη την Εγγύς Ανατολή. Παράλληλα, ανέπτυξαν ευρείες εμπορικές επαφές και αποκόμισαν μεγάλα κέρδη από τη φορολόγηση των μπαχαρικών που από την Ινδία έφταναν στη Μεσόγειο. Η ανακάλυψη όμως από τον Πορτογάλο Βάσκο ντα Γκάμα νέων θαλάσσιων οδών προς την Ινδία (1499) αποστέρησε την Αίγυπτο από το μονοπώλιο των μπαχαρικών, μειώνοντας σημαντικά τα εισοδήματα του κράτους. Εξάλλου, τα υπέρογκα ποσά που δαπανούνταν για την αντιμετώπιση των συνεχών πολεμικών πιέσεων από τους Οθωμανούς, σε συνδυασμό με τους καταστροφικούς λοιμούς που έπληξαν την Αίγυπτο τον 15ο αιώνα, οδήγησαν το Μαμελουκικό καθεστώς σε αναπόφευκτη οικονομική κρίση και τελικά στην προσάρτηση της χώρας τους από τους Οθωμανούς Τούρκους (1516).Κατά συνέπεια, οι Κιρκάσιοι Μαμελουκοι, οι οποίοι είχαν τη διακυβέρνηση της Αιγύπτου στα δύσκολα χρόνια του 15ου αιώνα, μας έχουν κληροδοτήσει λιγότερο εντυπωσιακά και λαμπερά καλλιτεχνήματα από ό,τι οι προκάτοχοι τους. Η οικονομική δυσπραγία, κυρίως στο α' μισό του αιώνα, κατέστησε σχεδόν απαγορευτική τη χρήση πολύτιμων μετάλλων στην ένθεση των αντικειμένων, με αποτέλεσμα τα καλλιτεχνικά προϊόντα της ύστερης μαμελουκικής περιόδου να φαίνονται λιγότερο αξιόλογα στα μάτια πολλών μελετητών, που έως πρόσφατα αντιμετώπιζαν την όψιμη αυτή περίοδο ως φάση καλλιτεχνικής παρακμής. Την άποψη αυτή ενίσχυε και το γεγονός ότι από αυτήν την περίοδο λίγα μόνο αντικείμενα έχουν γίνει γνωστά και έχουν μελετηθεί διεξοδικά, με αποτέλεσμα η όποια αξιολόγηση της περιόδου να είναι ελλιπής.Η παρουσίαση της συλλογής του Μουσείου Μπενάκη είναι ιδιαίτερα σημαντική, γιατί φέρνει στην επιφάνεια αντικείμενα υψηλής καλλιτεχνικής αξίας από μία εποχή της ισλαμικής τέχνης που στερείται προβολής Ταυτόχρονα, πολλά από αυτά τα αντικείμενα, που έχουν κατασκευαστεί στο μεταίχμιο δύο μεγάλων δυναστειών —της Μαμελουκικής και της Οθωμανικής-, παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την εξέλιξη της ισλαμικής τέχνης μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Οθωμανούς. Τα αντικείμενα αυτού του άρθρου συγκροτούν μία ομάδα χάλκινων επικασσιτερωμένων σκευών, την πλειονότητα των οποίων απαρτίζουν 10 δίσκοι ποικίλων διαστάσεων που αποτελούσαν τμήμα της οικοσκευής των Μαμελουκων εμίρηδων ή ακόμα και του ίδιου του σουλτάνου. Η χρήση τους δεν μπορεί να καθοριστεί με ακρίβεια καθώς ανάλογη απεικόνιση τους σε μεσαιωνικά χειρόγραφα -που αποτελούν τις κύριες πηγές πληροφόρησης για την καθημερινή ζωή της εποχής—, δεν είναι διαθέσιμη. Ωστόσο, το πιθανότερο είναι ότι χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά φρούτων και ξηράς τροφής, ενώ ο ιδιαίτερα προσεγμένος διάκοσμος δεν αποκλείει τη χρήση τους ως δίσκους σερβιρίσματος σε μεγάλες γιορτές και εξέχουσες εκδηλώσεις. Οι διαστάσεις τους, άλλωστε, ξεπερνώντας συχνά σε διάμετρο το 0,50 μ., συγκλίνουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Η διακόσμηση τους, πάντοτε εγχάρακτη, έχει εκτελεστεί με απαράμιλλη ακρίβεια και έμφαση στη λεπτομέρεια. Τα μοτίβα που χρησιμοποιούνται είναι χαρακτηριστικά της μαμελουκικής τέχνης της ύστερης περιόδου και συχνά επαναλαμβάνονται σε διαφορετικούς συνδυασμούς. Ο πυθμένας και τα τοιχώματα των δίσκων φέρουν γεωμετρικά και φυτικά κοσμήματα τοποθετημένα σε ομόκεντρους κύκλους και διαπλεκόμενα διάχωρα. Τρία από τα εν λόγω σκεύη φέρουν το οικόσημο του σουλτάνου Καιτμπέι, ενώ άλλα δύο κοσμούνται με το οικόσημο του υψηλού γραμματέα του Παλατιού. Οι αραβικές επιγραφές στο εσωτερικό των δίσκων περιέχουν ευχές προς τον ιδιοκτήτη για καλοτυχία και υψηλά αξιώματα, ενώ τα αναγραφόμενα στην εξωτερική επιφάνεια ονόματα παρέχουν πληροφορίες για τους αρχικούς αλλά και τους μεταγενέστερους -Οθωμανούς στη πλειονότητα τους— κατόχους των σκευών.Στην ίδια συλλογή ανήκουν δύο ακόμα εγχάρακτα επικασσιτερωμένα σκεύη. Πρόκειται για χάλκινα κιβωτίδια γνωστά στον ελληνικό χώρο με τον τουρκικό όρο σεφερτάσια. Τα σκεύη αυτά, κατασκευασμένα για τους υψηλούς αξιωματούχους της Μαμελουκικής αυλής, χρησίμευαν για τη μεταφορά τροφής ενός ή περισσότερων ατόμων κατά τη διάρκεια ταξιδιών στην έρημο ή του προσκυνήματος στη Μέκκα. Το κυλινδρικό σχήμα τους με την ελαφρά στενότερη βάση βοηθούσε στην επάλληλη τοποθέτηση τους σε κάθετη διάταξη. Το κάλυμμα του σκεύους που βρισκόταν στην κορυφή έφερε στο κέντρο μία πεπλατυσμένη λαβή ιδιόμορφου σχήματος, η οποία χρησίμευε ως βάση, όταν το πώμα ανεστραμμένο λειτουργούσε ως σκεύος φαγητού. Τα κιβωτίδια αυτά ενισχύθηκαν αργότερα με μεταλλικές κλειδαριές προκειμένου να διασφαλίζεται το περιεχόμενο τους σε μια εποχή που η δηλητηρίαση αποτελούσε συνήθη πρακτική εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων. Η διακόσμηση των κιβωτιδίων αυτών σε ό,τι αφορά τη διάταξη και τη θεματική καθώς και στο περιεχόμενο των εγχάρακτων επιγραφών είναι πανομοιότυπη με εκείνη των προαναφερθέντων δίσκων. Τα μεγαλύτερο από τα δύο σεφερτάσια της συλλογής του Μουσείου Μπενάκη κατασκευάστηκε, όπως μαρτυρά ο έξοχος διάκοσμος και οι εγχάρακτες επιγραφές του, για κάποιον άγνωστο Μαμελούκο εμίρη. Αυτό όμως που καθιστά το εν λόγω σκεύος ιδιαίτερα σημαντικό είναι το εξαιρετικά μεγάλο μέγεθος και το πολυεδρικό του σχήμα, το οποίο δεν απαντά σε κανένα άλλο σωζόμενο αντικείμενο του είδους. Το δεύτερο και μικρότερο κιβωτίδιο της συλλογής, το οποίο βρέθηκε σε χριστιανική εκκλησία της Άγκυρας -όπου χρησίμευε ως αρτοφόριο— φέρει λιγότερο επιμελημένη διακόσμηση και αραβικές επιγραφές ευχετικού περιεχομένου. Στην κατηγορία των σκευών φαγητού ανήκουν επίσης δύο χάλκινες κούπες της ίδιας συλλογής. Η πρώτη, σε σχήμα κυάθου, κοσμείται με φυτικά μοτίβα, αραβικές επιγραφές μαζί με τον τίτλο και το όνομα του αξιωματούχου ιδιοκτήτη, καθώς και το τριμερές έμβλημα του σουλτάνου Καιτμπέι. Ένα μόνο αντίστοιχο κομμάτι, ανάλογο σε σχήμα και διάκοσμο, βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Βερολίνου. Η δεύτερη κούπα με το ευρύ χείλος και τη σχεδόν επίπεδη βάση κοσμείται με αραβικές επιγραφές που προδίδουν τη χρήση της ως ποτήρι κρασιού. Τ η διακόσμηση της συμπληρώνουν διάχωρα με αραβουργήματα καθώς και μικρά μετάλλια με το όνομα του ιδιοκτήτη υπό μορφή σφραγίδας. Τελευταίο περιγράφεται ένα από τα σπανιότερα σκεύη της συλλογής, το μοναδικό αντίστοιχο του οποίου φιλοξενείται σήμερα στο Μουσείο του Ισραήλ, στην Ιερουσαλήμ. Η σπανιότητα του συνίσταται στο ιδιόμορφο σχήμα και στο υπερβολικά μεγάλο για το είδος του μέγεθος. Πρόκειται για μία χάλκινη λεκάνη με μεγάλη προχοή που προοριζόταν για μεταφορά ύδατος, πιθανόν σε χαμάμ. Η πυκνή διακόσμηση του φέρει αραβικές επιγραφές με ευχετικό περιεχόμενο καθώς και στίχους του Κορανίου, ενώ στο σημείο γένεσης της προχοής εγχαράσσεται το σύνθετο οικόσημο του σουλτάνου Καιτμπέι. Το είδος του διακόσμου και της γραφής εντάσσουν το σκεύος αυτό την καλλιτεχνική παραγωγή της Αιγύπτου των τελών του 15ου αιώνα.